πολυάνδριος: Difference between revisions
Ἐφόδιον εἰς τὸ γῆρας αἰεὶ κατατίθου → Bonum senectae compara viaticum → Wegzehrung für das Alter sorge stets dir vor
(6_17) |
(Bailly1_4) |
||
Line 12: | Line 12: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''πολυάνδριος''': -ον, ὁ ἀνήκων ἢ ἀναφερόμενος εἰς πολλοὺς ἄνδρας, τὸ π. κακὸν μεταδιώκειν, δηλ. τὴν πορνείαν, Φίλων 1. 568. ΙΙ. ὡς οὐσιαστ. πολυάνδριον, τό, [[τόπος]], [[ἔνθα]] πολλοὶ συνέρχονται, Πλούτ. 2. 823Ε. 2) [[τόπος]] [[ἔνθα]] πολλοὶ θάπτονται, νεκροταφεῖον, Διον. Ἁλ. 1. 14, Στράβ., κλ. | |lstext='''πολυάνδριος''': -ον, ὁ ἀνήκων ἢ ἀναφερόμενος εἰς πολλοὺς ἄνδρας, τὸ π. κακὸν μεταδιώκειν, δηλ. τὴν πορνείαν, Φίλων 1. 568. ΙΙ. ὡς οὐσιαστ. πολυάνδριον, τό, [[τόπος]], [[ἔνθα]] πολλοὶ συνέρχονται, Πλούτ. 2. 823Ε. 2) [[τόπος]] [[ἔνθα]] πολλοὶ θάπτονται, νεκροταφεῖον, Διον. Ἁλ. 1. 14, Στράβ., κλ. | ||
}} | |||
{{bailly | |||
|btext=α, ον :<br />qui concerne beaucoup d’hommes;<br />τὸ πολυάνδριον :<br /><b>1</b> lieu où se rassemblent beaucoup d’hommes;<br /><b>2</b> lieu de sépulture commune, cimetière.<br />'''Étymologie:''' [[πολύανδρος]]. | |||
}} | }} |
Revision as of 20:03, 9 August 2017
English (LSJ)
ον,
A of or connected with many men, τὸ π. κακὸν μεταδιώκειν, i. e. prostitution, Ph.1.568 (sed leg. -ανδρον) ; π. τάφος, = πολυανδρεῖον, Eun.Hist.p.264 D.; π. δαίμονες spirits which haunt a πολυανδρεῖον, Tab.Defix.Aud.22.30. II Subst. πολῠάνδρ-ιον, τό, place where many people assemble, Plu. 2.823e (pl.). 2 = πολυανδρεῖον, Ph.Bel.86.14, D.H.1.14, Str.9.4.16, J.BJ5.1.3, Plu.Flam.7, Ael.VH12.21.
Greek (Liddell-Scott)
πολυάνδριος: -ον, ὁ ἀνήκων ἢ ἀναφερόμενος εἰς πολλοὺς ἄνδρας, τὸ π. κακὸν μεταδιώκειν, δηλ. τὴν πορνείαν, Φίλων 1. 568. ΙΙ. ὡς οὐσιαστ. πολυάνδριον, τό, τόπος, ἔνθα πολλοὶ συνέρχονται, Πλούτ. 2. 823Ε. 2) τόπος ἔνθα πολλοὶ θάπτονται, νεκροταφεῖον, Διον. Ἁλ. 1. 14, Στράβ., κλ.
French (Bailly abrégé)
α, ον :
qui concerne beaucoup d’hommes;
τὸ πολυάνδριον :
1 lieu où se rassemblent beaucoup d’hommes;
2 lieu de sépulture commune, cimetière.
Étymologie: πολύανδρος.