ταπεινοφροσύνη: Difference between revisions

From LSJ

πάντες ἄνθρωποι τοῦ εἰδέναι ὀρέγονται φύσει → all men naturally desire knowledge

Source
(6_9)
(Bailly1_5)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''τᾰπεινοφροσύνη''': ἡ, [[ταπεινότης]] φρονήματος, [[ταπείνωσις]], Ἐπιστ. πρ. Ἐφεσ. δ΄, 2, κ. ἀλλ., Ἀρρ. Ἐπίκτ. 3. 24, 52· ― οὕτω, - [[φρόνησις]], εως, ἡ, Τερτυλλιαν. ΙΙ, 970.
|lstext='''τᾰπεινοφροσύνη''': ἡ, [[ταπεινότης]] φρονήματος, [[ταπείνωσις]], Ἐπιστ. πρ. Ἐφεσ. δ΄, 2, κ. ἀλλ., Ἀρρ. Ἐπίκτ. 3. 24, 52· ― οὕτω, - [[φρόνησις]], εως, ἡ, Τερτυλλιαν. ΙΙ, 970.
}}
{{bailly
|btext=ης (ἡ) :<br />humilité.<br />'''Étymologie:''' [[ταπεινόφρων]].
}}
}}

Revision as of 20:03, 9 August 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: τᾰπεινοφροσύνη Medium diacritics: ταπεινοφροσύνη Low diacritics: ταπεινοφροσύνη Capitals: ΤΑΠΕΙΝΟΦΡΟΣΥΝΗ
Transliteration A: tapeinophrosýnē Transliteration B: tapeinophrosynē Transliteration C: tapeinofrosyni Beta Code: tapeinofrosu/nh

English (LSJ)

ἡ,

   A humility, Ep.Eph.4.2, al.; mean-spiritedness, J.BJ4.9.2, Arr.Epict.3.24.56.

German (Pape)

[Seite 1069] ἡ, das Wesen u. Betragen eines ταπεινόφρων, N. T. In B. A. 462 Erkl. von ἀτυφία.

Greek (Liddell-Scott)

τᾰπεινοφροσύνη: ἡ, ταπεινότης φρονήματος, ταπείνωσις, Ἐπιστ. πρ. Ἐφεσ. δ΄, 2, κ. ἀλλ., Ἀρρ. Ἐπίκτ. 3. 24, 52· ― οὕτω, - φρόνησις, εως, ἡ, Τερτυλλιαν. ΙΙ, 970.

French (Bailly abrégé)

ης (ἡ) :
humilité.
Étymologie: ταπεινόφρων.