νήκερως: Difference between revisions

From LSJ

Ὡς χαρίεν ἔστ' ἄνθρωπος, ἂν ἄνθρωπος ᾖ → Res est homo peramoena, quum vere est homo → Wie voller Anmut ist ein Mensch, der wirklich Mensch

Menander, Monostichoi, 562
(6_22)
(Bailly1_3)
Line 4: Line 4:
{{ls
{{ls
|lstext='''νήκερως''': -ων, (νη-) [[ἄνευ]] κεράτων, ὁ μὴ ἔχων κέρατα, Ἐπικ. ὀνομ. πληθ. νήκεροι, Ἡσ. Ἔργ. κ. Ἡμ. 527.
|lstext='''νήκερως''': -ων, (νη-) [[ἄνευ]] κεράτων, ὁ μὴ ἔχων κέρατα, Ἐπικ. ὀνομ. πληθ. νήκεροι, Ἡσ. Ἔργ. κ. Ἡμ. 527.
}}
{{bailly
|btext=ως, ων;<br />sans cornes.<br />'''Étymologie:''' νη-, [[κέρας]].
}}
}}

Revision as of 20:03, 9 August 2017

German (Pape)

[Seite 251] ωτος, ohne Hörner, ungehörnt (?).

Greek (Liddell-Scott)

νήκερως: -ων, (νη-) ἄνευ κεράτων, ὁ μὴ ἔχων κέρατα, Ἐπικ. ὀνομ. πληθ. νήκεροι, Ἡσ. Ἔργ. κ. Ἡμ. 527.

French (Bailly abrégé)

ως, ων;
sans cornes.
Étymologie: νη-, κέρας.