ὁδάω: Difference between revisions

From LSJ

Οὐδεὶς ἀνίας χρήματα δοὺς ἐπαύσατο → Nullum e maerore exemit data pecunia → Mit Geld hat keiner noch beendet eine Qual

Menander, Monostichoi, 439
(6_1)
(Bailly1_4)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''ὁδάω''': (ὁδὸς) [[ἐξάγω]] τι πρὸς πώλησιν, πωλῶ, εἴ τε τις ἐθέλει βορὰν ὁδῆσαι ναυτίλοις Εὐρ. Κύκλ. 98· ὅδησον ἡμῖν σῖτον, «πώλησον» (Ἡσύχ.), [[αὐτόθι]] 133. - Παθ., ἐξάγομαι καὶ πωλοῦμαι, ὡς ὁδηθείης [[μακράν]], «πραθείης» (Ἡσύχ.), [[αὐτόθι]] 12. - Εὕρηται μόνον κατ’ ἀόρ., ἂν καὶ ὁ Ἡσύχ. μνημονεύει: «ὁδεῖν· πωλεῖν»· πρβλ. [[ἐξοδάω]]. (Ἐκ τοῦ ὁδός, ὡς [[ἔμπορος]], ἐμπορεύω, ἐκ τοῦ [[πόρος]]).
|lstext='''ὁδάω''': (ὁδὸς) [[ἐξάγω]] τι πρὸς πώλησιν, πωλῶ, εἴ τε τις ἐθέλει βορὰν ὁδῆσαι ναυτίλοις Εὐρ. Κύκλ. 98· ὅδησον ἡμῖν σῖτον, «πώλησον» (Ἡσύχ.), [[αὐτόθι]] 133. - Παθ., ἐξάγομαι καὶ πωλοῦμαι, ὡς ὁδηθείης [[μακράν]], «πραθείης» (Ἡσύχ.), [[αὐτόθι]] 12. - Εὕρηται μόνον κατ’ ἀόρ., ἂν καὶ ὁ Ἡσύχ. μνημονεύει: «ὁδεῖν· πωλεῖν»· πρβλ. [[ἐξοδάω]]. (Ἐκ τοῦ ὁδός, ὡς [[ἔμπορος]], ἐμπορεύω, ἐκ τοῦ [[πόρος]]).
}}
{{bailly
|btext=-ῶ :<br /><b>1</b> transporter pour vendre;<br /><b>2</b> vendre.<br />'''Étymologie:''' [[ὁδός]].
}}
}}

Revision as of 20:04, 9 August 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ὁδάω Medium diacritics: ὁδάω Low diacritics: οδάω Capitals: ΟΔΑΩ
Transliteration A: hodáō Transliteration B: hodaō Transliteration C: odao Beta Code: o(da/w

English (LSJ)

(ὁδός)

   A export and sell : generally, sell, βορὰν ὁδῆσαι ναυτίλοις E.Cyc.98 ; ὅδησον ἡμῖν σῖτον ib.133:—Pass., to be carried away and sold, ὡς ὁδηθείης μακράν ib.12 :—also ὁδεῖν· πωλεῖν, Hsch.—Cf. ἐξοδάω.

German (Pape)

[Seite 291] ausführen u. verkaufen; ὅδησον ἡμῖν σῖτον Eur. Cycl. 133, vgl. 98, ὡς ὁδηθείης 12. Die Gramm., wie Hesych., erwähnen auch ὁδέω, durch πωλέω es erklärend.

Greek (Liddell-Scott)

ὁδάω: (ὁδὸς) ἐξάγω τι πρὸς πώλησιν, πωλῶ, εἴ τε τις ἐθέλει βορὰν ὁδῆσαι ναυτίλοις Εὐρ. Κύκλ. 98· ὅδησον ἡμῖν σῖτον, «πώλησον» (Ἡσύχ.), αὐτόθι 133. - Παθ., ἐξάγομαι καὶ πωλοῦμαι, ὡς ὁδηθείης μακράν, «πραθείης» (Ἡσύχ.), αὐτόθι 12. - Εὕρηται μόνον κατ’ ἀόρ., ἂν καὶ ὁ Ἡσύχ. μνημονεύει: «ὁδεῖν· πωλεῖν»· πρβλ. ἐξοδάω. (Ἐκ τοῦ ὁδός, ὡς ἔμπορος, ἐμπορεύω, ἐκ τοῦ πόρος).

French (Bailly abrégé)

-ῶ :
1 transporter pour vendre;
2 vendre.
Étymologie: ὁδός.