οἰκτιρμός: Difference between revisions
From LSJ
(6_19) |
(Bailly1_4) |
||
Line 12: | Line 12: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''οἰκτιρμός''': -οῦ, ὁ, τὸ οἰκτείρειν, Πινδ. Π. 1. 164· - εὔχρηστον ἐν τῇ Καιν. Διαθ. μόνον κατὰ πληθ., αἰσθήματα οἴκτου ἢ συμπαθείας, ἐλέη, Ἐπιστ. π. Ρωμ. ιβ΄, 1, π. Φιλιπ. β΄, 1, κ. ἀλλ. | |lstext='''οἰκτιρμός''': -οῦ, ὁ, τὸ οἰκτείρειν, Πινδ. Π. 1. 164· - εὔχρηστον ἐν τῇ Καιν. Διαθ. μόνον κατὰ πληθ., αἰσθήματα οἴκτου ἢ συμπαθείας, ἐλέη, Ἐπιστ. π. Ρωμ. ιβ΄, 1, π. Φιλιπ. β΄, 1, κ. ἀλλ. | ||
}} | |||
{{bailly | |||
|btext=οῦ (ὁ) :<br />compassion, pitié.<br />'''Étymologie:''' [[οἰκτίρω]]. | |||
}} | }} |
Revision as of 20:04, 9 August 2017
English (LSJ)
ὁ,
A pity, compassion, Pi. P.1.85 : pl., compassionate feelings, mercies, Ep.Rom.12.1, Ep.Phil. 2.1, al.
Greek (Liddell-Scott)
οἰκτιρμός: -οῦ, ὁ, τὸ οἰκτείρειν, Πινδ. Π. 1. 164· - εὔχρηστον ἐν τῇ Καιν. Διαθ. μόνον κατὰ πληθ., αἰσθήματα οἴκτου ἢ συμπαθείας, ἐλέη, Ἐπιστ. π. Ρωμ. ιβ΄, 1, π. Φιλιπ. β΄, 1, κ. ἀλλ.
French (Bailly abrégé)
οῦ (ὁ) :
compassion, pitié.
Étymologie: οἰκτίρω.