οἰνόφλυξ: Difference between revisions
From LSJ
(6_22) |
(Bailly1_4) |
||
Line 12: | Line 12: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''οἰνόφλυξ''': -ῠγος, ὁ, ἡ, ([[φλύω]]) εἰς οἰνοποσίαν δεδομένος, [[μέθυσος]], Ἱπποκρ. 83G, Ξεν. Ἀπολ. 19, Πλάτ. Ἐρυξ. 405Ε, Ἀριστ. Ποιητ. 25. 16. - Καθ’ Ἡσύχ.: «[[οἰνόφλυξ]]˙ [[αἰσχρός]]. [[μέθυσος]]» καὶ «ὁ [[κακεπίθυμος]] οἴνου. [[οἰνοφερής]], [[πάροινος]]». - Ἴδε Κόντου Γλωσσ. Παρατηρ. σ. 43. | |lstext='''οἰνόφλυξ''': -ῠγος, ὁ, ἡ, ([[φλύω]]) εἰς οἰνοποσίαν δεδομένος, [[μέθυσος]], Ἱπποκρ. 83G, Ξεν. Ἀπολ. 19, Πλάτ. Ἐρυξ. 405Ε, Ἀριστ. Ποιητ. 25. 16. - Καθ’ Ἡσύχ.: «[[οἰνόφλυξ]]˙ [[αἰσχρός]]. [[μέθυσος]]» καὶ «ὁ [[κακεπίθυμος]] οἴνου. [[οἰνοφερής]], [[πάροινος]]». - Ἴδε Κόντου Γλωσσ. Παρατηρ. σ. 43. | ||
}} | |||
{{bailly | |||
|btext=φλυγος (ὁ, ἡ)<br />homme ivre, ivrogne.<br />'''Étymologie:''' [[οἶνος]], [[φλύω]]. | |||
}} | }} |
Revision as of 20:04, 9 August 2017
English (LSJ)
ῠγος, ὁ, ἡ, (φλύω)
A given to drinking, drunken, Hp.Prorrh. 2.2, X.Ap.19, Pl.Erx.405e, Arist.Po.1461a15.
Greek (Liddell-Scott)
οἰνόφλυξ: -ῠγος, ὁ, ἡ, (φλύω) εἰς οἰνοποσίαν δεδομένος, μέθυσος, Ἱπποκρ. 83G, Ξεν. Ἀπολ. 19, Πλάτ. Ἐρυξ. 405Ε, Ἀριστ. Ποιητ. 25. 16. - Καθ’ Ἡσύχ.: «οἰνόφλυξ˙ αἰσχρός. μέθυσος» καὶ «ὁ κακεπίθυμος οἴνου. οἰνοφερής, πάροινος». - Ἴδε Κόντου Γλωσσ. Παρατηρ. σ. 43.