ὁμηγυρίζομαι: Difference between revisions
From LSJ
(6_5) |
(Bailly1_4) |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''ὁμηγῠρίζομαι''': ἀποθ., [[συναθροίζω]], συγκαλῶ, πρὶν κεῖνον ὁμηγυρίσασθαι Ἀχαιοὺς εἰς ἀγορήν, «ἀθροῖσαι, συναγογεῖν» (Σχόλ.), Ὀδ. Π. 376. - Ὁ Ἡσύχ. μνημονεύει [[ὁμηγύρω]]. | |lstext='''ὁμηγῠρίζομαι''': ἀποθ., [[συναθροίζω]], συγκαλῶ, πρὶν κεῖνον ὁμηγυρίσασθαι Ἀχαιοὺς εἰς ἀγορήν, «ἀθροῖσαι, συναγογεῖν» (Σχόλ.), Ὀδ. Π. 376. - Ὁ Ἡσύχ. μνημονεύει [[ὁμηγύρω]]. | ||
}} | |||
{{bailly | |||
|btext=convoquer une assemblée, rassembler.<br />'''Étymologie:''' [[ὁμήγυρις]]. | |||
}} | }} |
Revision as of 20:04, 9 August 2017
English (LSJ)
A assemble, call together, πρὶν κεῖνον ὁμηγυρίσασθαι Ἀχαιοὺς εἰς ἀγορήν Od.16.376 :—also ὁμηγύρειν· τὸ συνάξαι, Hsch.
German (Pape)
[Seite 330] (für sich) versammeln, Ἀχαιοὺς εἰς ἀγορήν, Od. 16, 376; Eust. zur Stelle hat auch das act.
Greek (Liddell-Scott)
ὁμηγῠρίζομαι: ἀποθ., συναθροίζω, συγκαλῶ, πρὶν κεῖνον ὁμηγυρίσασθαι Ἀχαιοὺς εἰς ἀγορήν, «ἀθροῖσαι, συναγογεῖν» (Σχόλ.), Ὀδ. Π. 376. - Ὁ Ἡσύχ. μνημονεύει ὁμηγύρω.
French (Bailly abrégé)
convoquer une assemblée, rassembler.
Étymologie: ὁμήγυρις.