ὀργιαστικός: Difference between revisions
From LSJ
Ἢ μὴ ποίει τὸ κρυπτὸν ἢ μόνος ποίει → Aut occulendum nil patra, aut solus patra → Tu nichts Verborgnes oder tue es allein
(6_11) |
(Bailly1_4) |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''ὀργιαστικός''': -ή, -όν, ὁ ἀνήκων ἢ ἁρμόζων εἰς [[ὄργια]], [[διεγερτικός]], οὐκ ἔστιν ὁ αὐλὸς ἠθικόν, ἀλλὰ ... ὀργιαστικὸν Ἀριστ. Πολιτικ. 9. 6, 9· ὀργ. καὶ παθητικὰ [[αὐτόθι]] 8. 7, 9. | |lstext='''ὀργιαστικός''': -ή, -όν, ὁ ἀνήκων ἢ ἁρμόζων εἰς [[ὄργια]], [[διεγερτικός]], οὐκ ἔστιν ὁ αὐλὸς ἠθικόν, ἀλλὰ ... ὀργιαστικὸν Ἀριστ. Πολιτικ. 9. 6, 9· ὀργ. καὶ παθητικὰ [[αὐτόθι]] 8. 7, 9. | ||
}} | |||
{{bailly | |||
|btext=ή, όν :<br />qui se plaît aux mystères, aux orgies ; porté à l’enthousiasme, inspiré.<br />'''Étymologie:''' [[ὀργιάζω]]. | |||
}} | }} |
Revision as of 20:04, 9 August 2017
English (LSJ)
ή, όν,
A of or for ὄργια, exciting, οὐκ ἔστιν ὁ αὐλὸς ἠθικόν, ἀλλὰ . . ὀργιαστικόν Arist.Pol.1341a22 ; ὀ. καὶ παθητικά ib.1342b3.
German (Pape)
[Seite 370] die Feier der Orgien betreffend, enthusiastisch, begeistert, Arist. pol. 8, 6 u. Sp.
Greek (Liddell-Scott)
ὀργιαστικός: -ή, -όν, ὁ ἀνήκων ἢ ἁρμόζων εἰς ὄργια, διεγερτικός, οὐκ ἔστιν ὁ αὐλὸς ἠθικόν, ἀλλὰ ... ὀργιαστικὸν Ἀριστ. Πολιτικ. 9. 6, 9· ὀργ. καὶ παθητικὰ αὐτόθι 8. 7, 9.
French (Bailly abrégé)
ή, όν :
qui se plaît aux mystères, aux orgies ; porté à l’enthousiasme, inspiré.
Étymologie: ὀργιάζω.