ὁμόνοος: Difference between revisions

From LSJ

Δούλου γὰρ οὐδὲν χεῖρον οὐδὲ τοῦ καλοῦ → Res nulla servo peior est, etiam bono → Ein Sklave ist das schlechteste, selbst wenn er gut

Menander, Monostichoi, 133
(6_19)
(Bailly1_4)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''ὁμόνοος''': -ον, συνῃρ. νους, νουν, ὁ ἔχων τὸν αὐτὸν νοῦν, [[σύμφωνος]], Λατ. concors, [[Πολυδ]]. Ϛ΄, 155. Ἐπίρρ. -νόως, Ξεν. Κύρ. 6. 4, 15, Ἀγησ. 1, 37· περὶ τοῦ τύπου τούτου ἴδε Λοβ. Φρύν. 142. ― Ἴδε Κόντου Φιλολ. Ποικίλα ἐν Ἀθηνᾶς τ. Α΄, σ. 172.
|lstext='''ὁμόνοος''': -ον, συνῃρ. νους, νουν, ὁ ἔχων τὸν αὐτὸν νοῦν, [[σύμφωνος]], Λατ. concors, [[Πολυδ]]. Ϛ΄, 155. Ἐπίρρ. -νόως, Ξεν. Κύρ. 6. 4, 15, Ἀγησ. 1, 37· περὶ τοῦ τύπου τούτου ἴδε Λοβ. Φρύν. 142. ― Ἴδε Κόντου Φιλολ. Ποικίλα ἐν Ἀθηνᾶς τ. Α΄, σ. 172.
}}
{{bailly
|btext=οος, οον;<br />de même sentiment.<br />'''Étymologie:''' [[ὁμός]], [[νόος]].
}}
}}

Revision as of 20:04, 9 August 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ὁμόνοος Medium diacritics: ὁμόνοος Low diacritics: ομόνοος Capitals: ΟΜΟΝΟΟΣ
Transliteration A: homónoos Transliteration B: homonoos Transliteration C: omonoos Beta Code: o(mo/noos

English (LSJ)

ον, contr. ὁμό-νους, ουν,

   A of one mind, united, Democr.255, Poll.6.155. Adv. -νόως X.Cyr.6.4.15, Ages.1.37, D.L.4.22.

German (Pape)

[Seite 338] zsgzgn -νους, ουν, gleichgesinnt, gleiche Gedanken, Ansichten habend, Sp. – Adv. ὁμονόως, einmüthig, einträchtig, Xen. Cyr. 6, 4, 15 Ages. 1, 37 u. Sp., vgl. Lob. Phryn. 142.

Greek (Liddell-Scott)

ὁμόνοος: -ον, συνῃρ. νους, νουν, ὁ ἔχων τὸν αὐτὸν νοῦν, σύμφωνος, Λατ. concors, Πολυδ. Ϛ΄, 155. Ἐπίρρ. -νόως, Ξεν. Κύρ. 6. 4, 15, Ἀγησ. 1, 37· περὶ τοῦ τύπου τούτου ἴδε Λοβ. Φρύν. 142. ― Ἴδε Κόντου Φιλολ. Ποικίλα ἐν Ἀθηνᾶς τ. Α΄, σ. 172.

French (Bailly abrégé)

οος, οον;
de même sentiment.
Étymologie: ὁμός, νόος.