ὄρυζα: Difference between revisions
Ἔπαινον ἕξεις, ἂν κρατῇς, ὧν δεῖ κρατεῖν → Laus est, si, quibus est imperandum, tu imperes → Lob hast du, wenn du herrschst, worüber zu herrschen gilt
(6_11) |
(Bailly1_4) |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''ὄρυζα''': ἡ, τὸ «ῥύζι», τό τε φυτὸν καὶ τὸ [[σπέρμα]], δηλ. ὁ καρπός, Στράβ. 690, 692, Διοσκ. 2. 117· ὀρ. ἑφθή, ἡ τροφὴ τῶν Ἰνδῶν, Μεγασθ. παρ’ Ἀθήν. 153Ε· [[οἶνος]] ὀρύζης Αἰλ. π. Ζ. 13. 8· - [[ὡσαύτως]] ὄρυζον, τό, Θεοφρ. π. Φυτ. Ἱστ. 4. 4, 10. (Ἐκ ῥίζης τινὸς τῶν Ἀνατολικῶν γλωσσῶν, ἴδε Curt. Gr. Et. σ. 523.) | |lstext='''ὄρυζα''': ἡ, τὸ «ῥύζι», τό τε φυτὸν καὶ τὸ [[σπέρμα]], δηλ. ὁ καρπός, Στράβ. 690, 692, Διοσκ. 2. 117· ὀρ. ἑφθή, ἡ τροφὴ τῶν Ἰνδῶν, Μεγασθ. παρ’ Ἀθήν. 153Ε· [[οἶνος]] ὀρύζης Αἰλ. π. Ζ. 13. 8· - [[ὡσαύτως]] ὄρυζον, τό, Θεοφρ. π. Φυτ. Ἱστ. 4. 4, 10. (Ἐκ ῥίζης τινὸς τῶν Ἀνατολικῶν γλωσσῶν, ἴδε Curt. Gr. Et. σ. 523.) | ||
}} | |||
{{bailly | |||
|btext=ης (ἡ) :<br />riz, <i>plante et graine</i>.<br />'''Étymologie:''' orig. orientale. | |||
}} | }} |
Revision as of 20:05, 9 August 2017
English (LSJ)
ἡ,
A rice, Oryza sativa, both the plant and the grain, Str.15.1.13, Aristobul.ib.18, Dsc.2.95 ; ὄ. ἑφθή, the food of the Indians, Megasth.28 ; οἶνος ἐξ ὀρύζης Ael.NA13.8:—also ὄρυζον, τό, Thphr. HP4.4.10. (v. ὀρίνδης.)
German (Pape)
[Seite 388] ἡ, u. ὄρυζον, τό, der Reis, die Pflanze u. die Frucht, Theophr., Strab., Diosc.
Greek (Liddell-Scott)
ὄρυζα: ἡ, τὸ «ῥύζι», τό τε φυτὸν καὶ τὸ σπέρμα, δηλ. ὁ καρπός, Στράβ. 690, 692, Διοσκ. 2. 117· ὀρ. ἑφθή, ἡ τροφὴ τῶν Ἰνδῶν, Μεγασθ. παρ’ Ἀθήν. 153Ε· οἶνος ὀρύζης Αἰλ. π. Ζ. 13. 8· - ὡσαύτως ὄρυζον, τό, Θεοφρ. π. Φυτ. Ἱστ. 4. 4, 10. (Ἐκ ῥίζης τινὸς τῶν Ἀνατολικῶν γλωσσῶν, ἴδε Curt. Gr. Et. σ. 523.)
French (Bailly abrégé)
ης (ἡ) :
riz, plante et graine.
Étymologie: orig. orientale.