πάντοτε: Difference between revisions
Οὐκ ἔστιν οὐδείς, ὅστις οὐχ αὑτῷ φίλος → Nemo est, amicus ipse qui non sit sibi → Den gibt es nicht, der nicht sich selber wäre Freund
(6_7) |
(Bailly1_4) |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''πάντοτε''': ἐπίρρ., ὡς καὶ νῦν, ἀεί, Φιλήμων ἐν Ἀδήλ. 84, Μενανδρ. ἐν Μονοστίχ. 324, 720, Ἀριστ. π. Ψυχ. 2. 2, 4, καὶ σύνηθες παρὰ μεταγεν. πεζογράφοις, Διον. Ἁλ., Κ. Δ., κτλ.· ἀποδοκιμάζεται ὑπὸ τῶν ἀττικιζόντων, οἵτινες συνιστῶσι τὸ διαπαντὸς ἢ [[ἑκάστοτε]], Φρύνιχ. 103, Μοῖρ. 319, Θωμᾶς Μάγιστρ. 678. | |lstext='''πάντοτε''': ἐπίρρ., ὡς καὶ νῦν, ἀεί, Φιλήμων ἐν Ἀδήλ. 84, Μενανδρ. ἐν Μονοστίχ. 324, 720, Ἀριστ. π. Ψυχ. 2. 2, 4, καὶ σύνηθες παρὰ μεταγεν. πεζογράφοις, Διον. Ἁλ., Κ. Δ., κτλ.· ἀποδοκιμάζεται ὑπὸ τῶν ἀττικιζόντων, οἵτινες συνιστῶσι τὸ διαπαντὸς ἢ [[ἑκάστοτε]], Φρύνιχ. 103, Μοῖρ. 319, Θωμᾶς Μάγιστρ. 678. | ||
}} | |||
{{bailly | |||
|btext=<i>adv.</i><br />en tout temps, toujours.<br />'''Étymologie:''' [[πᾶν]], [[τότε]]. | |||
}} | }} |
Revision as of 20:05, 9 August 2017
English (LSJ)
Adv.
A always, Philem.187, Arist.EN1166a28, Men.Mon. 324, 720; twice in LXX, Wi.11.21, 19.18, cf. BGU1123.8 (i B. C.), Ev.Matt.26.11, al., IG3.1362, 7.2713, D.Chr.32.37, etc.: condemned by the Atticists, who recommend διαπαντός or ἑκάστοτε, Phryn.82, Moer.p.319 P.
German (Pape)
[Seite 465] zu aller Zeit, immer (πότε), Sp., wie S. Emp. adv. rhett. 58, von den Atticisten verworfen, s. Phryn. 103 u. Beispiele bei Sturz dial. maced. p. 188.
Greek (Liddell-Scott)
πάντοτε: ἐπίρρ., ὡς καὶ νῦν, ἀεί, Φιλήμων ἐν Ἀδήλ. 84, Μενανδρ. ἐν Μονοστίχ. 324, 720, Ἀριστ. π. Ψυχ. 2. 2, 4, καὶ σύνηθες παρὰ μεταγεν. πεζογράφοις, Διον. Ἁλ., Κ. Δ., κτλ.· ἀποδοκιμάζεται ὑπὸ τῶν ἀττικιζόντων, οἵτινες συνιστῶσι τὸ διαπαντὸς ἢ ἑκάστοτε, Φρύνιχ. 103, Μοῖρ. 319, Θωμᾶς Μάγιστρ. 678.