παντουργός: Difference between revisions

From LSJ

πᾶσα οἰκία ὁπλιτῶν νένακτο → every house had been crammed with soldiers

Source
(6_16)
(Bailly1_4)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''παντουργός''': -όν, = [[πανοῦργος]], φωτὶ παντουργῷ φρένας «πάντα πράττοντι καὶ μηδὲν ὑποστελλομένῳ, πανούργῳ καὶ ἀναιδεῖ» (Σχόλ.), Σοφ. Αἴ. 445, πρβλ. Εὐστ. 524. 37. ΙΙ. ὁ τῶν πάντων [[κατασκευαστής]], Ἐκκλ.· οὕτω παντούργητος, [[αὐτόθι]].
|lstext='''παντουργός''': -όν, = [[πανοῦργος]], φωτὶ παντουργῷ φρένας «πάντα πράττοντι καὶ μηδὲν ὑποστελλομένῳ, πανούργῳ καὶ ἀναιδεῖ» (Σχόλ.), Σοφ. Αἴ. 445, πρβλ. Εὐστ. 524. 37. ΙΙ. ὁ τῶν πάντων [[κατασκευαστής]], Ἐκκλ.· οὕτω παντούργητος, [[αὐτόθι]].
}}
{{bailly
|btext=ός, όν :<br />apte à tout faire :<br /><b>1</b> industrieux, adroit, actif;<br /><b>2</b> fourbe, méchant.<br />'''Étymologie:''' [[πᾶν]], [[ἔργον]].
}}
}}

Revision as of 20:05, 9 August 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: παντουργός Medium diacritics: παντουργός Low diacritics: παντουργός Capitals: ΠΑΝΤΟΥΡΓΟΣ
Transliteration A: pantourgós Transliteration B: pantourgos Transliteration C: pantourgos Beta Code: pantourgo/s

English (LSJ)

όν,

   A = πανοῦργος, φωτὶ παντουργῷ φρένας S.Aj.445, cf. Eust.524.37.    II creating all, Dam.Pr.57, cf. Eust.29.31.

German (Pape)

[Seite 465] = πανοῦργος, Soph. Ai. 440 u. Sp.

Greek (Liddell-Scott)

παντουργός: -όν, = πανοῦργος, φωτὶ παντουργῷ φρένας «πάντα πράττοντι καὶ μηδὲν ὑποστελλομένῳ, πανούργῳ καὶ ἀναιδεῖ» (Σχόλ.), Σοφ. Αἴ. 445, πρβλ. Εὐστ. 524. 37. ΙΙ. ὁ τῶν πάντων κατασκευαστής, Ἐκκλ.· οὕτω παντούργητος, αὐτόθι.

French (Bailly abrégé)

ός, όν :
apte à tout faire :
1 industrieux, adroit, actif;
2 fourbe, méchant.
Étymologie: πᾶν, ἔργον.