πανίμερος: Difference between revisions

From LSJ

εἰς ἀναισχύντους θήκας ἐτράποντο → they resorted to disgraceful modes of burial, they lost all shame in the burial of the dead

Source
(6_16)
(Bailly1_4)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''πᾰνίμερος''': -ον, [[ὅλως]] [[ἐράσμιος]], [[ἀγαπητός]], Ἀνθολ. Π. 2. 169, πιθαν. γραφὴ παρὰ Μανέθωνι 5. 78. ΙΙ. ὁ [[πλήρης]] ἐπιθυμίας, φλεγόμενος ὑπὸ ἐπιθυμίας, [[σφόδρα]] ἐπιθυμῶν, ὅρα [[πανήμερος]].
|lstext='''πᾰνίμερος''': -ον, [[ὅλως]] [[ἐράσμιος]], [[ἀγαπητός]], Ἀνθολ. Π. 2. 169, πιθαν. γραφὴ παρὰ Μανέθωνι 5. 78. ΙΙ. ὁ [[πλήρης]] ἐπιθυμίας, φλεγόμενος ὑπὸ ἐπιθυμίας, [[σφόδρα]] ἐπιθυμῶν, ὅρα [[πανήμερος]].
}}
{{bailly
|btext=ος, ον :<br />qui est tout désir, plein d’amour.<br />'''Étymologie:''' [[πᾶν]], [[ἵμερος]].
}}
}}

Revision as of 20:05, 9 August 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: πᾰνίμερος Medium diacritics: πανίμερος Low diacritics: πανίμερος Capitals: ΠΑΝΙΜΕΡΟΣ
Transliteration A: panímeros Transliteration B: panimeros Transliteration C: panimeros Beta Code: pani/meros

English (LSJ)

[ῑ], ον,

   A all-lovely, prob. in Man.5.78.    II burning with desire, ardent, prob. in S.Tr.660 (lyr.).

German (Pape)

[Seite 460] ganz, sehr ersehnt, reizend; Christod. ecphr. 169; Maneth. 5, 78.

Greek (Liddell-Scott)

πᾰνίμερος: -ον, ὅλως ἐράσμιος, ἀγαπητός, Ἀνθολ. Π. 2. 169, πιθαν. γραφὴ παρὰ Μανέθωνι 5. 78. ΙΙ. ὁ πλήρης ἐπιθυμίας, φλεγόμενος ὑπὸ ἐπιθυμίας, σφόδρα ἐπιθυμῶν, ὅρα πανήμερος.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
qui est tout désir, plein d’amour.
Étymologie: πᾶν, ἵμερος.