παρανάλωμα: Difference between revisions

From LSJ

Ὕπνος πέφυκε σωμάτων σωτηρία → Incolumitas est corporis nostri sopor → Der rechte Weg ist zur Gesunderhaltung Schlaf

Menander, Monostichoi, 520
(6_22)
(Bailly1_4)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''παρᾰνάλωμα''': τό, τὸ ἀνωφελῶς ἢ περιττῶς ἀναλωθέν, καὶ τὸ πάρεργον [[ἀνάλωμα]], τοῦ πολέμου Πλουτ. Πύρρ. 30, κτλ.· χρόνου Αἰλ. Ποικ. Ἱστ. 1. 17· - ἐπὶ προσώπου, βάρος μόνον καὶ μηδὲν [[ἄλλο]], [[ἄχθος]], [[φορτίον]], Δημάδης 178. 35, πρβλ. Wessel. εἰς Διόδ. 14. 5.
|lstext='''παρᾰνάλωμα''': τό, τὸ ἀνωφελῶς ἢ περιττῶς ἀναλωθέν, καὶ τὸ πάρεργον [[ἀνάλωμα]], τοῦ πολέμου Πλουτ. Πύρρ. 30, κτλ.· χρόνου Αἰλ. Ποικ. Ἱστ. 1. 17· - ἐπὶ προσώπου, βάρος μόνον καὶ μηδὲν [[ἄλλο]], [[ἄχθος]], [[φορτίον]], Δημάδης 178. 35, πρβλ. Wessel. εἰς Διόδ. 14. 5.
}}
{{bailly
|btext=ατος (τό) :<br />dépense faite mal à propos <i>ou</i> en pure perte.<br />'''Étymologie:''' [[παραναλίσκω]].
}}
}}

Revision as of 20:05, 9 August 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: παρᾰνᾱλωμα Medium diacritics: παρανάλωμα Low diacritics: παρανάλωμα Capitals: ΠΑΡΑΝΑΛΩΜΑ
Transliteration A: paranálōma Transliteration B: paranalōma Transliteration C: paranaloma Beta Code: parana/lwma

English (LSJ)

ατος, τό,

   A useless expense, waste, Plu.Pyrrh.30, Cic. 17 ; χρόνου Ael. VH1.17 ; incidental waste, J.BJ4.5.2, 5.1.3 ; of persons, π. γινόμενοι perishing incidentally, Aesop.345, cf. Demad.2 ; μὴ π. γένηται τελευτήσαντος αὐτοῦ lest his death should involve that of... Ph.2.519 ; ἐπ' οὐδενὶ λυσιτελεῖ παρανάλωμα γενησόμενοι ib.600.

German (Pape)

[Seite 491] τό, das daneben, auf verkehrte Weise. ohne Nutzen Verwendete, unnützer Nebenaufwand, Plut. Pyrrh. 30; D. Sic. 14, 5: Ael. V. H. 4. 18 u. a. Sp.

Greek (Liddell-Scott)

παρᾰνάλωμα: τό, τὸ ἀνωφελῶς ἢ περιττῶς ἀναλωθέν, καὶ τὸ πάρεργον ἀνάλωμα, τοῦ πολέμου Πλουτ. Πύρρ. 30, κτλ.· χρόνου Αἰλ. Ποικ. Ἱστ. 1. 17· - ἐπὶ προσώπου, βάρος μόνον καὶ μηδὲν ἄλλο, ἄχθος, φορτίον, Δημάδης 178. 35, πρβλ. Wessel. εἰς Διόδ. 14. 5.

French (Bailly abrégé)

ατος (τό) :
dépense faite mal à propos ou en pure perte.
Étymologie: παραναλίσκω.