παρακελευστός: Difference between revisions
From LSJ
Οὐκ ἔστι σιγᾶν αἰσχρόν, ἀλλ' εἰκῆ λαλεῖν → Silere non est turpe, sed frustra loqui → nicht Schweigen schändet, sondern Schwätzen auf gut Glück
(6_11) |
(Bailly1_4) |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''παρακελευστός''': -ή, -όν, ὁ παρακελευσθείς, ὁ παρακεκλημένος [[μετὰ]] κελεύσεως, ἐπὶ παρεσκευασμένου ἀκροατηρίου [[ὅπως]] ἐγκρίνῃ ἢ κατακρίνῃ τι, Θουκ. 6. 13 (διάφ. γραφ. παρασκευαστούς)· ἴδε [[παρακέλευσις]] ΙΙ, καὶ πρβλ. παρακλητός. | |lstext='''παρακελευστός''': -ή, -όν, ὁ παρακελευσθείς, ὁ παρακεκλημένος [[μετὰ]] κελεύσεως, ἐπὶ παρεσκευασμένου ἀκροατηρίου [[ὅπως]] ἐγκρίνῃ ἢ κατακρίνῃ τι, Θουκ. 6. 13 (διάφ. γραφ. παρασκευαστούς)· ἴδε [[παρακέλευσις]] ΙΙ, καὶ πρβλ. παρακλητός. | ||
}} | |||
{{bailly | |||
|btext=ή, όν :<br />qui prend parti pour, partisan.<br />'''Étymologie:''' [[παρακελεύω]]. | |||
}} | }} |
Revision as of 20:05, 9 August 2017
English (LSJ)
ή, όν,
A summoned, of a packed audience, Th.6.13.
German (Pape)
[Seite 482] zugerufen; auch = durch Zusammenrottung einer Partei zu einem Amte im Staate erwählt, Thuc. 6, 13, zw.; Sp., wie D. Cass. 39, 18.
Greek (Liddell-Scott)
παρακελευστός: -ή, -όν, ὁ παρακελευσθείς, ὁ παρακεκλημένος μετὰ κελεύσεως, ἐπὶ παρεσκευασμένου ἀκροατηρίου ὅπως ἐγκρίνῃ ἢ κατακρίνῃ τι, Θουκ. 6. 13 (διάφ. γραφ. παρασκευαστούς)· ἴδε παρακέλευσις ΙΙ, καὶ πρβλ. παρακλητός.
French (Bailly abrégé)
ή, όν :
qui prend parti pour, partisan.
Étymologie: παρακελεύω.