παρέκχυσις: Difference between revisions
From LSJ
(6_10) |
(Bailly1_4) |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''παρέκχῠσις''': ἡ, ἐκχείλισις, ἐπὶ ποταμῶν, Πολύβ. 34. 10, 4, Στράβ. 173, κτλ.· [[ἔκχυσις]] ἢ [[ἐξόρμησις]] ὑγρῶν, αἱ παρεκχύσεις τοῦ αἵματος, ἃς δὴ καὶ ἐκχυμώσεις ὀνομάζει Γαλην. τ. 19. σ. 124, 6. | |lstext='''παρέκχῠσις''': ἡ, ἐκχείλισις, ἐπὶ ποταμῶν, Πολύβ. 34. 10, 4, Στράβ. 173, κτλ.· [[ἔκχυσις]] ἢ [[ἐξόρμησις]] ὑγρῶν, αἱ παρεκχύσεις τοῦ αἵματος, ἃς δὴ καὶ ἐκχυμώσεις ὀνομάζει Γαλην. τ. 19. σ. 124, 6. | ||
}} | |||
{{bailly | |||
|btext=εως (ἡ) :<br /><b>1</b> débordement d’un fleuve;<br /><b>2</b> épanchement d’humeurs.<br />'''Étymologie:''' [[παρεκχέω]]. | |||
}} | }} |
Revision as of 20:05, 9 August 2017
English (LSJ)
εως, ἡ,
A overflowing, of rivers, Plb.34.10.4, Str.3.5.7, etc. 2 effusion, αἵματος Gal.19.124 ; of humours, Cass.Fel.76 ; = ὕδερος, Cael.Aur.TP3.8.
German (Pape)
[Seite 514] ἡ, das Ausgießen, bes. Austreten eines Flusses; Pol. bei Ath. VIII, 332 a; Strab. 3, 5, 7 u. Folgde.
Greek (Liddell-Scott)
παρέκχῠσις: ἡ, ἐκχείλισις, ἐπὶ ποταμῶν, Πολύβ. 34. 10, 4, Στράβ. 173, κτλ.· ἔκχυσις ἢ ἐξόρμησις ὑγρῶν, αἱ παρεκχύσεις τοῦ αἵματος, ἃς δὴ καὶ ἐκχυμώσεις ὀνομάζει Γαλην. τ. 19. σ. 124, 6.
French (Bailly abrégé)
εως (ἡ) :
1 débordement d’un fleuve;
2 épanchement d’humeurs.
Étymologie: παρεκχέω.