παραψύχω: Difference between revisions

From LSJ

αὐτὸν κέκρουκας τὸν βατῆρα τοῦ λόγου → you have struck the very threshold of the argument, you have struck the most important and chiefmost point

Source
(6_3)
(Bailly1_4)
Line 12: Line 12:
{{ls
{{ls
|lstext='''παραψύχω''': [ῡ], [[ψύχω]] ὀλίγον κατ᾿ ὀλίγον, Πλούτ. 2. 909F. 2) μεταφορ., παραμυθοῦμαι, παρηγορῶ, [[πραΰνω]], Θεόκρ. 13. 54· πρβλ. παραψυχὰς φροντίδων, Τιμοκλ. ἐν «Διονυσιαζούσαις» 4, καὶ ἴδε [[παραψήχω]].
|lstext='''παραψύχω''': [ῡ], [[ψύχω]] ὀλίγον κατ᾿ ὀλίγον, Πλούτ. 2. 909F. 2) μεταφορ., παραμυθοῦμαι, παρηγορῶ, [[πραΰνω]], Θεόκρ. 13. 54· πρβλ. παραψυχὰς φροντίδων, Τιμοκλ. ἐν «Διονυσιαζούσαις» 4, καὶ ἴδε [[παραψήχω]].
}}
{{bailly
|btext=rafraîchir;<br /><i><b>Moy.</b></i> παραψύχομαι <i>fig.</i> adoucir, consoler.<br />'''Étymologie:''' [[παρά]], [[ψύχω]].
}}
}}

Revision as of 20:06, 9 August 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: παραψύχω Medium diacritics: παραψύχω Low diacritics: παραψύχω Capitals: ΠΑΡΑΨΥΧΩ
Transliteration A: parapsýchō Transliteration B: parapsychō Transliteration C: parapsycho Beta Code: parayu/xw

English (LSJ)

[ῡ],

   A cool, v.l. in Placit.5.25.1 (Pass.).    2 metaph., console, soothe, ἐπέεσσιν Theoc. 13.54 (Med.), cf. Call.Cer.46.

Greek (Liddell-Scott)

παραψύχω: [ῡ], ψύχω ὀλίγον κατ᾿ ὀλίγον, Πλούτ. 2. 909F. 2) μεταφορ., παραμυθοῦμαι, παρηγορῶ, πραΰνω, Θεόκρ. 13. 54· πρβλ. παραψυχὰς φροντίδων, Τιμοκλ. ἐν «Διονυσιαζούσαις» 4, καὶ ἴδε παραψήχω.

French (Bailly abrégé)

rafraîchir;
Moy. παραψύχομαι fig. adoucir, consoler.
Étymologie: παρά, ψύχω.