πάροχος: Difference between revisions

From LSJ

ἔργοισι χρηστός, οὐ λόγοις ἔφυν μόνον → a friend in deeds, and not in words alone

Source
(6_14)
(Bailly1_4)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''πάροχος''': ὁ, ([[ὄχος]]) ὁ καθήμενος πλησίον ἑτέρου ἐπὶ ὀχήματος, ὁ παροχούμενος, Σουΐδ., Ἡσύχιος· «πάροχοι λέγονται καὶ οἱ παράνυμφοι, παρὰ τὸ παροχεῖσθαι τοῖς νυμφίοις· ἐπ’ ὀχήματος γὰρ τὰς νύμφας ἦγον» Σουΐδ., Σχόλ. εἰς Ἀριστοφ. Ὄρν. 1740, Φώτ., [[ὅθεν]] ὁ Ἔρως καλεῖται «Ζηνὸς [[πάροχος]] γάμων», ὁ δ’ ἀμφιθαλὴς Ἔρως [[χρυσόπτερος]] ἡνίας εὔθυνε παλιντόνους, Ζηνὸς [[πάροχος]] γάμων τῆς τ’ εὐδαίμονος Ἥρας Ἀριστοφ. Ὄρν. 1737· [[πάροχος]] δὲ καὶ νυμφαγωγὸς Ἡφαιστίων παρέστη δᾷδα καιομένην ἔχων Λουκ. Ἡρόδοτος 5. 2) π. [[ἵππος]] = [[παρήορος]], Εὐαγρ. Ἐκκλ. Ἱστ. 6. 4.
|lstext='''πάροχος''': ὁ, ([[ὄχος]]) ὁ καθήμενος πλησίον ἑτέρου ἐπὶ ὀχήματος, ὁ παροχούμενος, Σουΐδ., Ἡσύχιος· «πάροχοι λέγονται καὶ οἱ παράνυμφοι, παρὰ τὸ παροχεῖσθαι τοῖς νυμφίοις· ἐπ’ ὀχήματος γὰρ τὰς νύμφας ἦγον» Σουΐδ., Σχόλ. εἰς Ἀριστοφ. Ὄρν. 1740, Φώτ., [[ὅθεν]] ὁ Ἔρως καλεῖται «Ζηνὸς [[πάροχος]] γάμων», ὁ δ’ ἀμφιθαλὴς Ἔρως [[χρυσόπτερος]] ἡνίας εὔθυνε παλιντόνους, Ζηνὸς [[πάροχος]] γάμων τῆς τ’ εὐδαίμονος Ἥρας Ἀριστοφ. Ὄρν. 1737· [[πάροχος]] δὲ καὶ νυμφαγωγὸς Ἡφαιστίων παρέστη δᾷδα καιομένην ἔχων Λουκ. Ἡρόδοτος 5. 2) π. [[ἵππος]] = [[παρήορος]], Εὐαγρ. Ἐκκλ. Ἱστ. 6. 4.
}}
{{bailly
|btext=<span class="bld">2</span>ου (ὁ) :<br />fournisseur de vivres aux agents qui voyageaient pour le service public.<br />'''Étymologie:''' [[παρέχω]].
}}
}}

Revision as of 20:06, 9 August 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: πάροχος Medium diacritics: πάροχος Low diacritics: πάροχος Capitals: ΠΑΡΟΧΟΣ
Transliteration A: párochos Transliteration B: parochos Transliteration C: parochos Beta Code: pa/roxos

English (LSJ)

(A), ὁ, (ὄχος)

   A one who sits beside another in a chariot, Hsch., Suid.; esp. of the groomsman in wedding ceremonies, hence of Ἔρως, Ζηνὸς π. γάμων τῆς τε . . Ἥρας Ar.Av.1740 ; π. καὶ νυμφαγωγὸς συμπαρέστη Luc.Herod.5.
πάροχος (B), ὁ, (παρέχω)

   A provider, c. gen., Porph.Abst.2.12 (pl.) : gloss on πρόξενος, Sch.Ar.Pl.182.    II π., οἱ, in the Roman provinces, those who supplied public officers with necessaries, Hor.Sat.1.5.46, cf. IG5(1).209.30 (Sparta, i B.C.) : metaph., Cic.Att.13.2a.2.

German (Pape)

[Seite 528] darreichend, gebend, bes. ὁ πάροχος, der auf dem Marsche den Kriegern das Nöthige giebt, der die Kosten wozu hergiebt, Sp. ὁ, der mit auf dem Wagen Sitzende, Mitfahrende, bes. der παράνυμφος, VLL. erkl. παράπομπος u. ä., Ar. Av. 1740 u. Sp., wie Luc.

Greek (Liddell-Scott)

πάροχος: ὁ, (ὄχος) ὁ καθήμενος πλησίον ἑτέρου ἐπὶ ὀχήματος, ὁ παροχούμενος, Σουΐδ., Ἡσύχιος· «πάροχοι λέγονται καὶ οἱ παράνυμφοι, παρὰ τὸ παροχεῖσθαι τοῖς νυμφίοις· ἐπ’ ὀχήματος γὰρ τὰς νύμφας ἦγον» Σουΐδ., Σχόλ. εἰς Ἀριστοφ. Ὄρν. 1740, Φώτ., ὅθεν ὁ Ἔρως καλεῖται «Ζηνὸς πάροχος γάμων», ὁ δ’ ἀμφιθαλὴς Ἔρως χρυσόπτερος ἡνίας εὔθυνε παλιντόνους, Ζηνὸς πάροχος γάμων τῆς τ’ εὐδαίμονος Ἥρας Ἀριστοφ. Ὄρν. 1737· πάροχος δὲ καὶ νυμφαγωγὸς Ἡφαιστίων παρέστη δᾷδα καιομένην ἔχων Λουκ. Ἡρόδοτος 5. 2) π. ἵππος = παρήορος, Εὐαγρ. Ἐκκλ. Ἱστ. 6. 4.

French (Bailly abrégé)

2ου (ὁ) :
fournisseur de vivres aux agents qui voyageaient pour le service public.
Étymologie: παρέχω.