παροψώνημα: Difference between revisions
From LSJ
ὅρκους γυναικὸς εἰς ὕδωρ γράφω → the oaths of a woman I inscribe on water, I write a woman's oaths in water
(6_21) |
(Bailly1_4) |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''παροψώνημα''': τό, [[προσθήκη]] τις εἰς τὴν συνήθη τροφήν, [[γλύκυσμα]], μεταφορ., εὐνῆς π. τῆς ἐμῆς χλιδῆς, νέα ἡδονὴ προστιθεμένη εἰς τὰς ἡδονὰς τῆς κοίτης μου, Αἰσχύλου Ἀγ. 1447· πρβλ. παροψὶς Ι. | |lstext='''παροψώνημα''': τό, [[προσθήκη]] τις εἰς τὴν συνήθη τροφήν, [[γλύκυσμα]], μεταφορ., εὐνῆς π. τῆς ἐμῆς χλιδῆς, νέα ἡδονὴ προστιθεμένη εἰς τὰς ἡδονὰς τῆς κοίτης μου, Αἰσχύλου Ἀγ. 1447· πρβλ. παροψὶς Ι. | ||
}} | |||
{{bailly | |||
|btext=ατος (τό) :<br />mets friand ; <i>fig.</i> assaisonnement, agrément.<br />'''Étymologie:''' [[παρά]], [[ὀψωνέω]]. | |||
}} | }} |
Revision as of 20:06, 9 August 2017
English (LSJ)
ατος, τό,
A addition to the regular fare, dainty : metaph., εὐνῆς π. τῆς ἐμῆς χλιδῆς a new relish to the pleasures of my bed, A.Ag.1447.
German (Pape)
[Seite 528] τό, = παρόψημα, leckerhaftes Nebengericht; übertr. sagt Aesch. Ag. 1447 ἐμοὶ δ' ἐπήγαγεν εὐνῆς παροψώνημα τῆς ἐμῆς χλιδῆς, eine Nebenfreude.
Greek (Liddell-Scott)
παροψώνημα: τό, προσθήκη τις εἰς τὴν συνήθη τροφήν, γλύκυσμα, μεταφορ., εὐνῆς π. τῆς ἐμῆς χλιδῆς, νέα ἡδονὴ προστιθεμένη εἰς τὰς ἡδονὰς τῆς κοίτης μου, Αἰσχύλου Ἀγ. 1447· πρβλ. παροψὶς Ι.
French (Bailly abrégé)
ατος (τό) :
mets friand ; fig. assaisonnement, agrément.
Étymologie: παρά, ὀψωνέω.