πασσαλευτός: Difference between revisions

From LSJ

Πρᾶττε τὰ σαυτοῦ, μὴ τὰ τῶν ἄλλων φρόνει → Tuas res age; alienas ne curaveris → Tu deine Pflicht, um die der andren sorg' dich nicht

Menander, Monostichoi, 448
(6_11)
(Bailly1_4)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''πᾰσσαλευτός''': -ή, -όν, πεπασσαλευμένος, «καρφωμένος», δεσμοῖσι π. ὢν (κατὰ τὸν Turneb. ἀντὶ τῆς γραφῆς τοῦ Μεδ. Κώδ. πασσαλεύμενος), Αἰσχύλ. Πρ. 113, ἀλλὰ νῦν γράφεται: πεπασσαλευμένος.
|lstext='''πᾰσσαλευτός''': -ή, -όν, πεπασσαλευμένος, «καρφωμένος», δεσμοῖσι π. ὢν (κατὰ τὸν Turneb. ἀντὶ τῆς γραφῆς τοῦ Μεδ. Κώδ. πασσαλεύμενος), Αἰσχύλ. Πρ. 113, ἀλλὰ νῦν γράφεται: πεπασσαλευμένος.
}}
{{bailly
|btext=ή, όν :<br />fixé à un clou, cloué.<br />'''Étymologie:''' adj. verbal de [[πασσαλεύω]].
}}
}}

Revision as of 20:06, 9 August 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: πασσᾰλευτός Medium diacritics: πασσαλευτός Low diacritics: πασσαλευτός Capitals: ΠΑΣΣΑΛΕΥΤΟΣ
Transliteration A: passaleutós Transliteration B: passaleutos Transliteration C: passaleftos Beta Code: passaleuto/s

English (LSJ)

ή, όν,

   A pinned down, δεσμοῖσι π. ὤν (as Turneb. for the reading of cod. Med. πασσαλεύμενος) A.Pr.113.

German (Pape)

[Seite 532] angenagelt, angeheftet, Aesch. Prom. 112.

Greek (Liddell-Scott)

πᾰσσαλευτός: -ή, -όν, πεπασσαλευμένος, «καρφωμένος», δεσμοῖσι π. ὢν (κατὰ τὸν Turneb. ἀντὶ τῆς γραφῆς τοῦ Μεδ. Κώδ. πασσαλεύμενος), Αἰσχύλ. Πρ. 113, ἀλλὰ νῦν γράφεται: πεπασσαλευμένος.

French (Bailly abrégé)

ή, όν :
fixé à un clou, cloué.
Étymologie: adj. verbal de πασσαλεύω.