συνεπανορθόω: Difference between revisions
From LSJ
Ὁ σοφὸς ἐν αὑτῷ περιφέρει τὴν οὐσίαν → Qui sapit, is in se cuncta circumfert sua → Der Weise trägt, was er besitzt, in sich herum
(6_5) |
(Bailly1_5) |
||
Line 12: | Line 12: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''συνεπανορθόω''': ἀόρ. συνεπηνώρθωσα (ἴδε [[ἀνορθόω]]) Δημ. 140. 14 ― ἀπὸ κοινοῦ μετά τινος ἄλλου ἐπανορθώνω, διορθώνω, Δημ. ἔνθ’ ἀνωτ., Πολύβ. 30. 18, 4. | |lstext='''συνεπανορθόω''': ἀόρ. συνεπηνώρθωσα (ἴδε [[ἀνορθόω]]) Δημ. 140. 14 ― ἀπὸ κοινοῦ μετά τινος ἄλλου ἐπανορθώνω, διορθώνω, Δημ. ἔνθ’ ἀνωτ., Πολύβ. 30. 18, 4. | ||
}} | |||
{{bailly | |||
|btext=-ῶ :<br /><i>ao.</i> συνεπηνώρθωσα;<br />aider à restaurer.<br />'''Étymologie:''' [[σύν]], [[ἐπανορθόω]]. | |||
}} | }} |
Revision as of 20:06, 9 August 2017
English (LSJ)
aor. συνεπηνώρθωσα (cf. ἀνορθόω) D.10.34:—
A join in re-establishing, l.c., Plb.30.20.4.
Greek (Liddell-Scott)
συνεπανορθόω: ἀόρ. συνεπηνώρθωσα (ἴδε ἀνορθόω) Δημ. 140. 14 ― ἀπὸ κοινοῦ μετά τινος ἄλλου ἐπανορθώνω, διορθώνω, Δημ. ἔνθ’ ἀνωτ., Πολύβ. 30. 18, 4.
French (Bailly abrégé)
-ῶ :
ao. συνεπηνώρθωσα;
aider à restaurer.
Étymologie: σύν, ἐπανορθόω.