ἐπανορθόω

From LSJ

Ἀμήχανον δὲ παντὸς ἀνδρὸς ἐκμαθεῖν ψυχήν τε καὶ φρόνημα καὶ γνώμην πρὶν ἂν ἀρχαῖς τε καὶ νόμοισιν ἐντριβὴς φανῇ → It is impossible to know the spirit, thought, and mind of any man before he be versed in sovereignty and the laws

Sophocles, Antigone, 175-7
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἐπανορθόω Medium diacritics: ἐπανορθόω Low diacritics: επανορθόω Capitals: ΕΠΑΝΟΡΘΟΩ
Transliteration A: epanorthóō Transliteration B: epanorthoō Transliteration C: epanorthoo Beta Code: e)panorqo/w

English (LSJ)

impf. with double augm.,
A ἐπηνώρθουν Isoc.12.200: aor. ἐπηνώρθωσα Lys.1.70: pf. ἐπηνώρθωκα Iamb.Comm.Math.23:—Med., fut. ἐπανορθώσομαι Pl.La.200b, D.15.34 (but in pass. sense, D.C.73.1): impf. ἐπηνωρθούμην Pl.Tht.143a: aor. ἐπηνωρθωσάμην Isoc.4.165, D.7.18:—Pass., fut. ἐπανορθωθήσομαι Aeschin.3.177: aor. ἐπηνωρθώθην D.9.76: pf. ἐπηνώρθωμαι Id.18.311:—set up again, restore, τὴν δύναμιν.. καίπερ πεπτωκυῖαν Th.7.77; τὰ δυστυχηθέντα Lys.l.c.; τὴν πολιτείαν Isoc.7.15; τὸ ἱππικόν Din.1.96, etc.
2 correct, amend, revise, νόμους Pl.Lg.769e; τὰς διαθήκας Is.1.18; τὸ ἁμάρτημα Pl.Prt. 34od; ἐ. τινά correct one, teach him better, Ar.Lys. 528, cf. Isoc.1.3, Iamb.l.c.; εἰς τὸ ψήφισμα τὸ πρότερον IG12.108.49:—Med. in proper sense, correct oneself, Pl.R. 361a: but more freq. trans., correct, amend, Id.Euthphr.9d. Tht.143a, Isoc.4.165, D. 1.11, etc.
3 supply, χρείας Jul.Ep.89b.

German (Pape)

[Seite 903] wiederherstellen, Etwas in den vorigen besseren Zustand zurückversetzen, τὴν δύναμιν τῆς πόλεως καίπερ πεπτωκυῖαν ἐπανορθώσοντες Thuc. 7, 77; τὸ ἱππικόν Din. 1, 96; τὰ δυστυχηθέντα Lys. 2, 70; εἴ τι ἐν τοῖς λόγοις σφαλλόμεθα, σὺ ὲπανόρθου Plat. Gorg. 461 d, verbessere es; vgl. Theaet. 146 c; νόμους Legg. VI, 769 e; σφαλλομένους, aufhelfen, unterstützen, Xen. Mem. 2, 4, 6; ὑμᾶς Ar. Lys. 528; καὶ βεβαιοῦν τὰς συνθήκας, entgeggstzt dem λύειν, Is. 1, 18; πληγαῖς, züchtigen, Liban.; – τοὺς φιλοσοφοῦντας, lehren, Isocr. 1, 3. – Häufig u. nach Th. Mag. besser im med., ἐάν πη σφαλῇ Plat. Rep. II, 361 a u. öfter; προεξαμαρτόντες ἅπαντα ἐπανωρθώσαντο Isocr. 4, 165; Aesch. 1, 2; τὰς ἀπορίας τοῦ δήμου, der Armut abhelfen, Plut. Pericl. 11; ἑαυτόν Ael. V. H. 14, 13. – Pass., τὰ πράγματα ἂν ἐπανορθωθῆναι οἴομαι Dem. 9, 76, vgl. 6, 5. Der von Ammon., Hdn., Th. Mag. gemachte Unterschied von κατορθόω u. διορθόω, daß es ἐπὶ μόνων λόγων gesagt wird, ist falsch; für aufrichten schlechthin brauchen es die guten Att. nicht, vgl. Lob. zu Phryn. p. 250.

French (Bailly abrégé)

ἐπανορθῶ :
1 redresser, restaurer;
2 corriger, amender, améliorer.
Étymologie: ἐπί, ἀνορθόω.

Russian (Dvoretsky)

ἐπανορθόω: тж. med.
1 досл. выпрямлять, перен. восстанавливать (ἐπανορθῶσαι καὶ βεβαιῶσαι τὴν δωρεάν Isae.);
2 исправлять, улучшать (νόμον Plat.; πολιτείαν Arst.): εἰ δ᾽ ὅπως τὰ παρόντ᾽ ἐπανορθωθήσεται δεῖ σκοπεῖν Dem. если нужно изыскать средства для улучшения нынешнего положения;
3 исправлять, устранять (τὰ ὑφ᾽ ἑτέρων δυστυχηθέντα Lys.; τὸ ἁμάρτημα Plat.; med. τὸ γεγενημένον Plut.): ἐπανορθοῦσθαι τὰς ἀπορίας τοῦ δήμου Plut. помочь народным нуждам;
4 учить, наставлять (τινα Xen., Isocr., Arph.).

Greek (Liddell-Scott)

ἐπανορθόω: παρατ. μετὰ διπλῆς αὐξήσεως ἐπηνώρθουν, Ἰσοκρ. 274Ε: ἀόρ. ἐπηνώρθωσα, Λυσ. 197. 14. ― Μέσ., μέλλ. ἐπανορθώσομαι Πλάτ. Λάχ. 200Β, Δημ. 200. 23 (ἀλλ’ ἐπὶ παθ. σημασίας, Δίων Κ. 73. 1): παρατ. ἐπηνωρθούμην Πλάτ. Θεαίτ. 143Α: ἀόρ. ἐπηνωρθωσάμην Ἰσοκρ. 75C, Δημ. 81. 2. ― Παθ., μέλλ. ἐπανορθωθήσομαι Αἰσχίν. 79. 12: ἀόρ. ἐπηνωρθώθην Δημ. 130. 17: πρκμ. ἐπηνώρθωμαι ὁ αὐτὸς 392. 2. Στήνω τι ὀρθόν, Συλλ. Ἐπιγρ. 1341. 2) ἐπαναφέρω τι εἰς τὴν προτέραν αὐτοῦ κατάστασιν, ἐπανορθῶ, τὴν μεγάλην δύναμιν τῆς πόλεως, καί περ πεπτωκυῖαν, ἐπανορθώσοντες Θουκ. 7. 77· τὰ δυστυχηθέντα Λυσ. ἔνθ’ ἀνωτ.· τὴν πολιτείαν Ἰσοκρ. 142D, τὸ ἱππικὸν Δείναρχ. 102. 24, κτλ. 3) διορθώνω, ἀναθεωρῶ, τὸν νόμον Πλάτ. Νόμοι 769Ε τὰς συνθήκας Ἰσαῖος 37. 8· τὸ ἁμάρτημα Πλάτ. Πρωταγ. 340D, διορθώνω τινά, ἢν οὖν ἡμῶν... ἐθελήσητ’ ἀντακροᾶσθαι... ἐπανορθώσαιμεν ἂν ὑμᾶς Ἀριστοφ. Λυσ. 528· ἐγὼ δὲ τοὺς φιλοσοφοῦντας ἐπανορθῶ Ἰσοκρ. 1C: ― συχν. ὡσαύτως ἐν τῷ Μέσ. τύπῳ, Πλάτ. Πολ. 361Α, Εὐθύφρων 9D, Θεαίτ. 143Α, Ἰσοκρ. 75Β, Δημ. 11. 19, κτλ. Κατὰ Θωμᾶν Μάγιστρ. σ. 333, «ἐπανορθοῦμαι κάλλιον ἢ ἐπανορθῶ· Πλάτων ἐν τῇ πρώτῃ τῶν Πολιτειῶν, ‘καὶ δεῦρο ἰὼν ἐπηνωρθούμην’».

Spanish

poner de nuevo en pie

Greek Monotonic

ἐπανορθόω: μέλ. -ώσω, παρατ. και αόρ. αʹ με διπλή αύξηση, ἐπηνώρθουν, ἐπηνώρθωσα — Μέσ., μέλ. -ανορθώσομαι, παρατ. ἐπηνωρθούμην, αόρ. αʹ ἐπηνωρθωσάμην — Παθ., μέλ. -ανορθωθήσομαι, αόρ. αʹ ἐηνωρθώθην, παρακ. ἐπηνώρθωμαι·
1. επαναφέρω στην προηγούμενη κατάσταση, επανορθώνω, σε Θουκ. κ.λπ.
2. διορθώνω, τροποποιώ, αναθεωρώ, σε Πλάτ.· ομοίως και στη Μέσ., στον ίδ.

Middle Liddell

fut. ώσω imperf. double augm., ἐπηνώρθουν aor1 double augm., ἐπηνώρθωσα Mid., fut. -ἀνορθώσομαι imperf. ἐπηνωρθούμην aor1 ἐπηνωρθωσάμην Pass., fut. -ανορθωθήσομαι aor1 ἐπηνωρθώθην perf. ἐπηνώρθωμαι
1. to set up again, restore, Thuc., etc.
2. to correct, amend, revise, Plat.; so in Mid., Plat.

Léxico de magia

poner de nuevo en pie como acción de la divinidad σὺ εἶ ὁ σείων, σὺ εἶ ὁ πάντα στρέψας καὶ ἐπανορθώσας πάλιν tú eres el que agita, tú eres el que todo lo revuelve y de nuevo lo pone en pie P XII 61