πικρίς: Difference between revisions

From LSJ

οὐκ ἔστιν ὧδε ἀλλὰ ἠγέρθη → He is not here, but is risen

Source
(6_12)
(Bailly1_4)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''πικρίς''': -ίδος, ἡ, = ἀγρία [[σέρις]], «[[σέρις]] δισσή· ὧν ἡ μὲν ἀγρία [[πικρίς]]· ἡ καὶ κιχώριον καλουμένη» (Διοσκ. 2, 159 (160)· ἀντίδι, Ἀριστ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 9. 6, 8, Θεοφρ. π. Φυτ. Ἱστ. 7. 11, 4, πρβλ. τὸ τῆς συνηθείας πικραλίδα.
|lstext='''πικρίς''': -ίδος, ἡ, = ἀγρία [[σέρις]], «[[σέρις]] δισσή· ὧν ἡ μὲν ἀγρία [[πικρίς]]· ἡ καὶ κιχώριον καλουμένη» (Διοσκ. 2, 159 (160)· ἀντίδι, Ἀριστ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 9. 6, 8, Θεοφρ. π. Φυτ. Ἱστ. 7. 11, 4, πρβλ. τὸ τῆς συνηθείας πικραλίδα.
}}
{{bailly
|btext=ίδος (ἡ) :<br /><i>légume</i> = [[σέρις]].<br />'''Étymologie:''' [[πικρός]].
}}
}}

Revision as of 20:06, 9 August 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: πικρίς Medium diacritics: πικρίς Low diacritics: πικρίς Capitals: ΠΙΚΡΙΣ
Transliteration A: pikrís Transliteration B: pikris Transliteration C: pikris Beta Code: pikri/s

English (LSJ)

ίδος, ἡ,

   A ox-tongue, Helminthia sepioides, Arist.HA12a30, Thphr.HP7.11.4.    2 = κιχόριον, Dsc.2.132.    II sour soil, Sammelb.6797.12 (iii B. C.), prob. in PCair.Zen.517.17,728.3,8 (iii B.C.).

German (Pape)

[Seite 614] ίδος, ἡ, Bitterkraut, wilder Lattich, Endivien, Arist. H. A. 9, 6 u. Theophr.

Greek (Liddell-Scott)

πικρίς: -ίδος, ἡ, = ἀγρία σέρις, «σέρις δισσή· ὧν ἡ μὲν ἀγρία πικρίς· ἡ καὶ κιχώριον καλουμένη» (Διοσκ. 2, 159 (160)· ἀντίδι, Ἀριστ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 9. 6, 8, Θεοφρ. π. Φυτ. Ἱστ. 7. 11, 4, πρβλ. τὸ τῆς συνηθείας πικραλίδα.

French (Bailly abrégé)

ίδος (ἡ) :
légume = σέρις.
Étymologie: πικρός.