σελινούσιος: Difference between revisions

From LSJ

καὶ ἐχθροὶ τοῦ ἀνθρώπου οἱ οἰκιακοὶ αὐτοῦ → and a man's foes shall be they of his own household (Micah 7:6, Matthew 10:36)

Source
(6_4)
(Bailly1_4)
Line 12: Line 12:
{{ls
{{ls
|lstext='''σελῑνούσιος''': -α, -ον, ὁ ἔχων φύλλα ὡς τὰ τοῦ σελίνου, [[κράμβη]] Εὔδημ. παρ’ Ἀθην. 369Ε. ΙΙ. παρὰ Θεοφρ. π. Φυτ. Αἰτ. 3. 21, 2, Σ. πυρὸς [[εἶναι]] πιθανῶς [[σῖτος]] ἐκ Σελινοῦντος τῆς Σικελίας, πρβλ. π. Φυτ. Ἱστ. 8. 4, 3., 8. 5, 1, Πλίν. 18. 64· οὕτω, γῆ Σελινουσία [[εἶναι]] [[χῶμα]] δι’ οὗ ἐνοθεύετο τὸ ἰνδικὸν («λουλάκι»), Διοσκ. 174, Πλίν. 35. 46 καὶ 194. - Καθ’ Ἡσύχ.: «σελινουσία· κράμβης [[εἶδος]]».
|lstext='''σελῑνούσιος''': -α, -ον, ὁ ἔχων φύλλα ὡς τὰ τοῦ σελίνου, [[κράμβη]] Εὔδημ. παρ’ Ἀθην. 369Ε. ΙΙ. παρὰ Θεοφρ. π. Φυτ. Αἰτ. 3. 21, 2, Σ. πυρὸς [[εἶναι]] πιθανῶς [[σῖτος]] ἐκ Σελινοῦντος τῆς Σικελίας, πρβλ. π. Φυτ. Ἱστ. 8. 4, 3., 8. 5, 1, Πλίν. 18. 64· οὕτω, γῆ Σελινουσία [[εἶναι]] [[χῶμα]] δι’ οὗ ἐνοθεύετο τὸ ἰνδικὸν («λουλάκι»), Διοσκ. 174, Πλίν. 35. 46 καὶ 194. - Καθ’ Ἡσύχ.: «σελινουσία· κράμβης [[εἶδος]]».
}}
{{bailly
|btext=α, ον :<br />frisé comme le persil ; ἡ σελινουσία ([[κράμβη]]) sorte de chou frisé.<br />'''Étymologie:''' [[σέλινον]].
}}
}}

Revision as of 20:07, 9 August 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: σελῑνούσιος Medium diacritics: σελινούσιος Low diacritics: σελινούσιος Capitals: ΣΕΛΙΝΟΥΣΙΟΣ
Transliteration A: selinoúsios Transliteration B: selinousios Transliteration C: selinoysios Beta Code: selinou/sios

English (LSJ)

α, ον,

   A celery-leaved, κράμβη Eudem. ap. Ath.9.369e, Hsch.; but σελινοῦσσα is cj.    II in Thphr.CP3.21.2, Σ. πυρός is prob. wheat of Selinus in Sicily; γῆ Σ. earth used in adulterating indigo, Dsc.5.155, Plin.HN 35.46, 194.

Greek (Liddell-Scott)

σελῑνούσιος: -α, -ον, ὁ ἔχων φύλλα ὡς τὰ τοῦ σελίνου, κράμβη Εὔδημ. παρ’ Ἀθην. 369Ε. ΙΙ. παρὰ Θεοφρ. π. Φυτ. Αἰτ. 3. 21, 2, Σ. πυρὸς εἶναι πιθανῶς σῖτος ἐκ Σελινοῦντος τῆς Σικελίας, πρβλ. π. Φυτ. Ἱστ. 8. 4, 3., 8. 5, 1, Πλίν. 18. 64· οὕτω, γῆ Σελινουσία εἶναι χῶμα δι’ οὗ ἐνοθεύετο τὸ ἰνδικὸν («λουλάκι»), Διοσκ. 174, Πλίν. 35. 46 καὶ 194. - Καθ’ Ἡσύχ.: «σελινουσία· κράμβης εἶδος».

French (Bailly abrégé)

α, ον :
frisé comme le persil ; ἡ σελινουσία (κράμβη) sorte de chou frisé.
Étymologie: σέλινον.