σκοτοειδής: Difference between revisions

From LSJ

ἀρκετὸν τῇ ἡμέρᾳ ἡ κακία αὐτῆς → sufficient unto the day is the evil thereof, each day has enough trouble of its own, there is no need to add to the troubles each day brings (Matthew 6:34)

Source
(6_8)
(Bailly1_4)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''σκοτοειδής''': -ές, ὁ φαινόμενος [[σκοτεινός]], Πλάτ. Φαίδων 81D Βεκκῆρ. (ἕτεροι σκιοειδ-).
|lstext='''σκοτοειδής''': -ές, ὁ φαινόμενος [[σκοτεινός]], Πλάτ. Φαίδων 81D Βεκκῆρ. (ἕτεροι σκιοειδ-).
}}
{{bailly
|btext=ής, ές :<br />d’aspect sombre.<br />'''Étymologie:''' [[σκότος]], [[εἶδος]].
}}
}}

Revision as of 20:07, 9 August 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: σκοτοειδής Medium diacritics: σκοτοειδής Low diacritics: σκοτοειδής Capitals: ΣΚΟΤΟΕΙΔΗΣ
Transliteration A: skotoeidḗs Transliteration B: skotoeidēs Transliteration C: skotoeidis Beta Code: skotoeidh/s

English (LSJ)

ές,

   A dark-looking, Hsch. s.v. ζοφοειδές.

German (Pape)

[Seite 905] ές, finster, dunkel von Ansehen, Hesych.

Greek (Liddell-Scott)

σκοτοειδής: -ές, ὁ φαινόμενος σκοτεινός, Πλάτ. Φαίδων 81D Βεκκῆρ. (ἕτεροι σκιοειδ-).

French (Bailly abrégé)

ής, ές :
d’aspect sombre.
Étymologie: σκότος, εἶδος.