προσχέω: Difference between revisions

From LSJ

ἀλλ' ἐπὶ καὶ θανάτῳ φάρμακον κάλλιστον ἑᾶς ἀρετᾶς ἅλιξιν εὑρέσθαι σὺν ἄλλοις → even at the price of death, the fairest way to win his own exploits together with his other companions | but even at the risk of death would find the finest elixir of excellence together with his other companions | but to find, together with other young men, the finest remedy — the remedy of one's own valor — even at the risk of death

Source
(6_13a)
(Bailly1_4)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''προσχέω''': μέλλ. -χεῶ, [[χύνω]] [[πρός]] τι ἢ ἐπί τινος, Λουκ. περὶ Θυσ. 9, Ἀρετ. περὶ Αἰτ. Χρον. Παθ. 2. 3. ― Μέσ., [[χύνω]] [[ὕδωρ]] [[ἐπάνω]] μου, προσχεαμένη καὶ καθαρὴν ἑωυτὴν ποιήσασα Ἱππ. 683. 17, [[ὥσπερ]] τοῖς προσχεομένοις τὸ θερμὸν [[ἐξαίφνης]] [[φρίκη]] γίνεται, Ἀριστ. περὶ Ὕπνου καὶ Ἐγρήγ. 3, 21, Προβλ. 3. 26, 5, κ. ἀλλ.
|lstext='''προσχέω''': μέλλ. -χεῶ, [[χύνω]] [[πρός]] τι ἢ ἐπί τινος, Λουκ. περὶ Θυσ. 9, Ἀρετ. περὶ Αἰτ. Χρον. Παθ. 2. 3. ― Μέσ., [[χύνω]] [[ὕδωρ]] [[ἐπάνω]] μου, προσχεαμένη καὶ καθαρὴν ἑωυτὴν ποιήσασα Ἱππ. 683. 17, [[ὥσπερ]] τοῖς προσχεομένοις τὸ θερμὸν [[ἐξαίφνης]] [[φρίκη]] γίνεται, Ἀριστ. περὶ Ὕπνου καὶ Ἐγρήγ. 3, 21, Προβλ. 3. 26, 5, κ. ἀλλ.
}}
{{bailly
|btext=répandre sur;<br /><i><b>Moy.</b></i> προσχέομαι;<br /><b>1</b> <i>intr.</i> répandre de l’eau sur soi, s’arroser;<br /><b>2</b> <i>tr.</i> répandre sur.<br />'''Étymologie:''' [[πρός]], [[χέω]].
}}
}}

Revision as of 20:07, 9 August 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: προσχέω Medium diacritics: προσχέω Low diacritics: προσχέω Capitals: ΠΡΟΣΧΕΩ
Transliteration A: proschéō Transliteration B: proscheō Transliteration C: proscheo Beta Code: prosxe/w

English (LSJ)

fut.

   A -χεῶ LXXLe.1.5:—pour to or on, LXX l.c., al., Luc. Sacr.9 (s. v.l.):—Med., pour water on oneself, Hp.Steril.230, Diocl. Fr.139; have poured on one, τὸ θερμόν Arist.Somn.Vig.457b14, cf. Pr.875a9:—Pass., Ph.2.242; προσεχύθη πρὸ τῶν οὔρων αἷμα Aret.SD 2.3.    II metaph. in Pass., ὑπὸ τοῦ Χρυσίππου προσχυθεὶς ἀδολεσχίας deluged, Gal.5.318.

German (Pape)

[Seite 789] (s. χέω), dazu-, daran-, dabeigießen, Arist. u. Sp., pass. Luc. sacrif. 9. – Med. sich womit begießen, προσχεομένη καὶ καθαρὴν ἑαυτὴν ποιήσασα, Hippocr. (s. χέω), dazu-, daran-, dabeigießen, Arist. u. Sp., pass. Luc. sacrif. 9. – Med. sich womit begießen, προσχεομένη καὶ καθαρὴν ἑαυτὴν ποιήσασα, Hippocr.

Greek (Liddell-Scott)

προσχέω: μέλλ. -χεῶ, χύνω πρός τι ἢ ἐπί τινος, Λουκ. περὶ Θυσ. 9, Ἀρετ. περὶ Αἰτ. Χρον. Παθ. 2. 3. ― Μέσ., χύνω ὕδωρ ἐπάνω μου, προσχεαμένη καὶ καθαρὴν ἑωυτὴν ποιήσασα Ἱππ. 683. 17, ὥσπερ τοῖς προσχεομένοις τὸ θερμὸν ἐξαίφνης φρίκη γίνεται, Ἀριστ. περὶ Ὕπνου καὶ Ἐγρήγ. 3, 21, Προβλ. 3. 26, 5, κ. ἀλλ.

French (Bailly abrégé)

répandre sur;
Moy. προσχέομαι;
1 intr. répandre de l’eau sur soi, s’arroser;
2 tr. répandre sur.
Étymologie: πρός, χέω.