πολυτροπία: Difference between revisions
From LSJ
Ζῶμεν γὰρ οὐχ ὡς θέλομεν, ἀλλ' ὡς δυνάμεθα → Ut quimus, haud ut volumus, aevum ducimus → nicht wie wir wollen, sondern können, leben wir
(6_23) |
(Bailly1_4) |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''πολυτροπία''': Ἰων. -ίη, ἡ, [[εὐστροφία]], [[πανουργία]], [[δολιότης]], Ἡρόδ. 2. 121, 5, Μᾶρκ. Ἀντωνῖν. 12. 24. ΙΙ. πολλαπλότης, [[ποικιλία]], Ἱππ. π. Διαίτ. Ὀξ. 383, Διον. Ἁλ. Ἐπιστ. 2. π. Ἀμμών. 3. | |lstext='''πολυτροπία''': Ἰων. -ίη, ἡ, [[εὐστροφία]], [[πανουργία]], [[δολιότης]], Ἡρόδ. 2. 121, 5, Μᾶρκ. Ἀντωνῖν. 12. 24. ΙΙ. πολλαπλότης, [[ποικιλία]], Ἱππ. π. Διαίτ. Ὀξ. 383, Διον. Ἁλ. Ἐπιστ. 2. π. Ἀμμών. 3. | ||
}} | |||
{{bailly | |||
|btext=ας (ἡ) :<br />souplesse, habileté.<br />'''Étymologie:''' [[πολύτροπος]]. | |||
}} | }} |
Revision as of 20:07, 9 August 2017
English (LSJ)
Ion. -ιη, ἡ,
A versatility, craft, Hdt.2.121.έ. II multifariousness, variety, Hp.Acut.3 (pl.), D.H.Amm.2.3, Corn.ND25, M.Ant.12.24.
German (Pape)
[Seite 675] ἡ, Gewandtheit, Verschlagenheit; Her. 2, 121, 5; Thuc. 3, 83; Sp., M. Ant. 12, 24.
Greek (Liddell-Scott)
πολυτροπία: Ἰων. -ίη, ἡ, εὐστροφία, πανουργία, δολιότης, Ἡρόδ. 2. 121, 5, Μᾶρκ. Ἀντωνῖν. 12. 24. ΙΙ. πολλαπλότης, ποικιλία, Ἱππ. π. Διαίτ. Ὀξ. 383, Διον. Ἁλ. Ἐπιστ. 2. π. Ἀμμών. 3.
French (Bailly abrégé)
ας (ἡ) :
souplesse, habileté.
Étymologie: πολύτροπος.