συναμπέχω: Difference between revisions

From LSJ

Οὐδεὶς ἀνίας χρήματα δοὺς ἐπαύσατο → Nullum e maerore exemit data pecunia → Mit Geld hat keiner noch beendet eine Qual

Menander, Monostichoi, 439
(6_23)
(Bailly1_5)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''συναμπέχω''': καὶ -ίσχω, [[περικαλύπτω]] στενῶς ἢ [[ὁμοῦ]], [[περικαλύπτω]], [[περιτυλίσσω]], ἦ πού τι [[σεμνόν]] ἐστιν ὃ ξυναμπέχειν Αἰσχύλ. Πρ. 521. ― Μέσ., τί συναμπίσχει κόρας; διὰ τί καλύπτεις τοὺς ὀφθαλμούς σου; Εὐρ. Ἡρ. Μαιν. 1111.
|lstext='''συναμπέχω''': καὶ -ίσχω, [[περικαλύπτω]] στενῶς ἢ [[ὁμοῦ]], [[περικαλύπτω]], [[περιτυλίσσω]], ἦ πού τι [[σεμνόν]] ἐστιν ὃ ξυναμπέχειν Αἰσχύλ. Πρ. 521. ― Μέσ., τί συναμπίσχει κόρας; διὰ τί καλύπτεις τοὺς ὀφθαλμούς σου; Εὐρ. Ἡρ. Μαιν. 1111.
}}
{{bailly
|btext=envelopper entièrement, cacher.<br />'''Étymologie:''' [[σύν]], [[ἀμπέχω]].
}}
}}

Revision as of 20:07, 9 August 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: συναμπέχω Medium diacritics: συναμπέχω Low diacritics: συναμπέχω Capitals: ΣΥΝΑΜΠΕΧΩ
Transliteration A: synampéchō Transliteration B: synampechō Transliteration C: synampecho Beta Code: sunampe/xw

English (LSJ)

and συναλλοι-ίσχω,

   A cover up together or closely, wrap up, ἦ πού τι σεμνόν ἐστιν ὃ ξυναμπέχεις A.Pr.521:—Med., τί συναμπίσχῃ κόρας; why dost veil thine eyes? E.HF1111.

German (Pape)

[Seite 999] (s. ἔχω, ἀμπέχω), mit, zugleich umgeben, umhüllen, bedecken, ἦ πού τι σεμνόν ἐστιν ὃ ξυναμπέχεις; Aesch. Prom. 519.

Greek (Liddell-Scott)

συναμπέχω: καὶ -ίσχω, περικαλύπτω στενῶς ἢ ὁμοῦ, περικαλύπτω, περιτυλίσσω, ἦ πού τι σεμνόν ἐστιν ὃ ξυναμπέχειν Αἰσχύλ. Πρ. 521. ― Μέσ., τί συναμπίσχει κόρας; διὰ τί καλύπτεις τοὺς ὀφθαλμούς σου; Εὐρ. Ἡρ. Μαιν. 1111.

French (Bailly abrégé)

envelopper entièrement, cacher.
Étymologie: σύν, ἀμπέχω.