πλειστόμβροτος: Difference between revisions

From LSJ

ἀλλ' οὐκ οἰωνοῖσιν ἐρύσσατο κῆρα μέλαιναν → by no augury could he ward off black death

Source
(6_18)
(Bailly1_4)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''πλειστόμβροτος''': -ον, ὁ συχναζόμενος ἢ πανηγυριζόμενος ὑπὸ πλείστων ἀνθρώπων, ἑορτὴ Πινδ. Ο. 6. 116.
|lstext='''πλειστόμβροτος''': -ον, ὁ συχναζόμενος ἢ πανηγυριζόμενος ὑπὸ πλείστων ἀνθρώπων, ἑορτὴ Πινδ. Ο. 6. 116.
}}
{{bailly
|btext=ος, ον :<br />fréquenté par beaucoup de mortels, très fréquenté.<br />'''Étymologie:''' [[πλεῖστος]], [[βροτός]].
}}
}}

Revision as of 20:07, 9 August 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: πλειστόμβροτος Medium diacritics: πλειστόμβροτος Low diacritics: πλειστόμβροτος Capitals: ΠΛΕΙΣΤΟΜΒΡΟΤΟΣ
Transliteration A: pleistómbrotos Transliteration B: pleistombrotos Transliteration C: pleistomvrotos Beta Code: pleisto/mbrotos

English (LSJ)

ον,

   A crowded with people, ἑορτά Pi.O.6.69.

German (Pape)

[Seite 628] menschenreich, volkreich, ἑορτή, Pind. Ol. 6, 69.

Greek (Liddell-Scott)

πλειστόμβροτος: -ον, ὁ συχναζόμενος ἢ πανηγυριζόμενος ὑπὸ πλείστων ἀνθρώπων, ἑορτὴ Πινδ. Ο. 6. 116.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
fréquenté par beaucoup de mortels, très fréquenté.
Étymologie: πλεῖστος, βροτός.