ποταμογείτων: Difference between revisions
From LSJ
ἄφες ἡμῖν τὰ ὀφειλήματα ἡμῶν → forgive us our trespasses
(6_19) |
(Bailly1_4) |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''ποταμογείτων''': -ονος, ἡ, ποταμοῦ [[γείτων]], [[ὄνομα]] βοτάνης, Λατ. potamogeton. «[[ποταμογείτων]] [[φύλλον]] ἐστὶν ὅμοιον σεύτλῳ δασὺ καὶ ὀλίγον ὑπερκῦπτον τοῦ ὕδατος» Διοσκ. 4. 101. | |lstext='''ποταμογείτων''': -ονος, ἡ, ποταμοῦ [[γείτων]], [[ὄνομα]] βοτάνης, Λατ. potamogeton. «[[ποταμογείτων]] [[φύλλον]] ἐστὶν ὅμοιον σεύτλῳ δασὺ καὶ ὀλίγον ὑπερκῦπτον τοῦ ὕδατος» Διοσκ. 4. 101. | ||
}} | |||
{{bailly | |||
|btext=ονος <i>(genre inconnu)</i>;<br /><i>propr.</i> « voisine des fleuves », sorte de plante aquatique, <i>potamogeton natans, ou</i> [[ἄρκιον]] LSJ.<br />'''Étymologie:''' [[ποταμός]], [[γείτων]]. | |||
}} | }} |
Revision as of 20:08, 9 August 2017
English (LSJ)
ονος, ὁ,
A pondweed, Potamogeton natans, Dsc.4.100, Luc.Trag.152, Ael.NA6.46. 2 = ἄρκιον, Ps.-Dsc.4.106. II epith. of a crocodile, PMag.Leid.W.25.21.
German (Pape)
[Seite 688] ονος, ὁ, ἡ, dem Flusse nah, Name eines Krautes; Ael. H. A. 6, 46; Diosc.
Greek (Liddell-Scott)
ποταμογείτων: -ονος, ἡ, ποταμοῦ γείτων, ὄνομα βοτάνης, Λατ. potamogeton. «ποταμογείτων φύλλον ἐστὶν ὅμοιον σεύτλῳ δασὺ καὶ ὀλίγον ὑπερκῦπτον τοῦ ὕδατος» Διοσκ. 4. 101.
French (Bailly abrégé)
ονος (genre inconnu);
propr. « voisine des fleuves », sorte de plante aquatique, potamogeton natans, ou ἄρκιον LSJ.
Étymologie: ποταμός, γείτων.