προκήδομαι: Difference between revisions
From LSJ
οὐ λήψει τὸ ὄνομα Κυρίου τοῦ Θεοῦ σου ἐπὶ ματαίω → thou shalt not take the name of the Lord thy God in vain
(6_5) |
(Bailly1_4) |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''προκήδομαι''': ἀποθ., [[φροντίζω]] [[περί]] τινος, [[σκέπτομαι]] [[περί]] τινος, τινος Αἰσχύλ. Πρ. 629, Σοφ. Ἀντ. 741, Τρ. 966. | |lstext='''προκήδομαι''': ἀποθ., [[φροντίζω]] [[περί]] τινος, [[σκέπτομαι]] [[περί]] τινος, τινος Αἰσχύλ. Πρ. 629, Σοφ. Ἀντ. 741, Τρ. 966. | ||
}} | |||
{{bailly | |||
|btext=<i>seul. prés. et impf.</i><br />prendre soin de, gén..<br />'''Étymologie:''' [[πρό]], [[κήδομαι]]. | |||
}} | }} |
Revision as of 20:08, 9 August 2017
English (LSJ)
A take care of, take thought for, τινος A.Pr.629, S.Ant. 741, Tr.966 (lyr.); in later Prose, ἑαυτοῦ prob. in Phld.Rh.2.157 S., cf.J.AJ13.16.6.
German (Pape)
[Seite 730] (s. κήδομαι), versorgen, Fürsorge tragen, τινός, für Einen, μή μου προκήδου μᾶσσον ὡς ἐμοὶ γλυκύ, Aesch. Prom. 629; φίλου, Soph. Trach. 962; Ant. 747, sp. D.
Greek (Liddell-Scott)
προκήδομαι: ἀποθ., φροντίζω περί τινος, σκέπτομαι περί τινος, τινος Αἰσχύλ. Πρ. 629, Σοφ. Ἀντ. 741, Τρ. 966.
French (Bailly abrégé)
seul. prés. et impf.
prendre soin de, gén..
Étymologie: πρό, κήδομαι.