προσόζω: Difference between revisions

From LSJ

ὦ πολλῶν ἤδη λοπάδων τοὺς ἄμβωνας περιλείξας → you who have licked the labia of many vaginas (Eupolis fr. 52)

Source
(6_20)
(Bailly1_4)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''προσόζω''': πρκμ. προσόδωδα, ἀμεταβ., ἀναδίδω ὀσμήν τινος, κακοῦ Ἀριστοφ. Ἀποσπ. 246· ἡδυσμάτων Φιλήμ. ἐν «Μετιόντι» 1· γλυφάνοιο ποτόσδον (Δωρ. ἀντὶ προσόζον) Θεόκρ. 1. 28. 2) ἀπολ., ὄζω, βρωμῶ, Ἑβδ. (Ψαλμ. ΛΖ΄, 5).
|lstext='''προσόζω''': πρκμ. προσόδωδα, ἀμεταβ., ἀναδίδω ὀσμήν τινος, κακοῦ Ἀριστοφ. Ἀποσπ. 246· ἡδυσμάτων Φιλήμ. ἐν «Μετιόντι» 1· γλυφάνοιο ποτόσδον (Δωρ. ἀντὶ προσόζον) Θεόκρ. 1. 28. 2) ἀπολ., ὄζω, βρωμῶ, Ἑβδ. (Ψαλμ. ΛΖ΄, 5).
}}
{{bailly
|btext=<b>1</b> communiquer une odeur de, exhaler une odeur de, gén.;<br /><b>2</b> <i>abs.</i> sentir mauvais.<br />'''Étymologie:''' [[πρός]], [[ὄζω]].
}}
}}

Revision as of 20:08, 9 August 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: προσόζω Medium diacritics: προσόζω Low diacritics: προσόζω Capitals: ΠΡΟΣΟΖΩ
Transliteration A: prosózō Transliteration B: prosozō Transliteration C: prosozo Beta Code: proso/zw

English (LSJ)

pf. προσόδωδα, intr.,

   A smell of, be redolent of, κακοῦ Ar.Fr. 246; ἡδυσμάτων Philem.41; γλυφάνοιο ποτόσδον (Dor. for προσόζον) Theoc.1.28; in late Prose, ἡμερότητος Lib.Ep.219.3.    2 abs., stink, 3pl. aor. προσώζεσαν LXX Ps.37(38).6.

German (Pape)

[Seite 774] (s. ὄζω), 1) zuriechen, d. i. zum Riechen hinhalten, τινί τι, Sp., s. Smd. – 2) intrans., anriechen, anduften, wonach riechen oder stinken, τινός, κοὐχὶ λοπάδος προσῶζεν οὐδ' ἡδυσμάτων, Philemon bei Ath. IV, 133 a.

Greek (Liddell-Scott)

προσόζω: πρκμ. προσόδωδα, ἀμεταβ., ἀναδίδω ὀσμήν τινος, κακοῦ Ἀριστοφ. Ἀποσπ. 246· ἡδυσμάτων Φιλήμ. ἐν «Μετιόντι» 1· γλυφάνοιο ποτόσδον (Δωρ. ἀντὶ προσόζον) Θεόκρ. 1. 28. 2) ἀπολ., ὄζω, βρωμῶ, Ἑβδ. (Ψαλμ. ΛΖ΄, 5).

French (Bailly abrégé)

1 communiquer une odeur de, exhaler une odeur de, gén.;
2 abs. sentir mauvais.
Étymologie: πρός, ὄζω.