προβόλιον: Difference between revisions

From LSJ

τὸν ἰητρὸν δοκέει μοι ἄριστον εἶναι πρόνοιαν ἐπιτηδεύειν → it appears to me a most excellent thing for the physician to cultivate prognosis

Source
(6_22)
(Bailly1_4)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''προβόλιον''': τό, ὑποκρ. τοῦ [[πρόβολος]] ΙΙ, «[[εἶδος]] τι δόρατος, ᾧ χρῶνται οἱ κυνηγέται πρὸς τὴν τῶν συῶν θήραν» (Φώτ.), Ξεν. Κυνηγ. 10, 1, Ὑπερείδ. παρ’ Ἁρποκρ., Φιλόστρ. 765, 805.
|lstext='''προβόλιον''': τό, ὑποκρ. τοῦ [[πρόβολος]] ΙΙ, «[[εἶδος]] τι δόρατος, ᾧ χρῶνται οἱ κυνηγέται πρὸς τὴν τῶν συῶν θήραν» (Φώτ.), Ξεν. Κυνηγ. 10, 1, Ὑπερείδ. παρ’ Ἁρποκρ., Φιλόστρ. 765, 805.
}}
{{bailly
|btext=ου (τό) :<br />épieu de chasse.<br />'''Étymologie:''' [[πρόβολος]].
}}
}}

Revision as of 20:08, 9 August 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: προβόλιον Medium diacritics: προβόλιον Low diacritics: προβόλιον Capitals: ΠΡΟΒΟΛΙΟΝ
Transliteration A: probólion Transliteration B: probolion Transliteration C: provolion Beta Code: probo/lion

English (LSJ)

τό, Dim. of sq. 11,

   A boar-spear, X.Cyn.10.1, Philostr. Im.1.2 codd. (προβοβίῳ Benndorf), 28: metaph., Hyp.Fr.167.    II basket, Hsch.

German (Pape)

[Seite 712] τό, dim. von προβολή 3, Waffe, die man zum Schutz vorhält, bes. ein Jagdspieß, um wilde Schweine abzufangen, Xen. Cyn. 10, 3. 12. – Aber bei Philostr. Imagg. 1, 2 ein Gewand; vgl. Welcker daselbst p. 206.

Greek (Liddell-Scott)

προβόλιον: τό, ὑποκρ. τοῦ πρόβολος ΙΙ, «εἶδος τι δόρατος, ᾧ χρῶνται οἱ κυνηγέται πρὸς τὴν τῶν συῶν θήραν» (Φώτ.), Ξεν. Κυνηγ. 10, 1, Ὑπερείδ. παρ’ Ἁρποκρ., Φιλόστρ. 765, 805.

French (Bailly abrégé)

ου (τό) :
épieu de chasse.
Étymologie: πρόβολος.