πτόησις: Difference between revisions

From LSJ

Ἡ δ᾽ ἐμὴ ψυχὴ πάλαι τέθνηκεν, ὥστε τοῖς θανοῦσιν ὠφελεῖν → My soul died long ago so that I could give some help to the dead

Sophocles, Antigone, 559-60
(6_9)
(Bailly1_4)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''πτόησις''': ἢ πτοίησις, εως, ἡ, πᾶσα σφοδρὰ [[συγκίνησις]], [[ταραχή]], σφοδρὰ [[ἔξαψις]], Πλάτ. Πρωτ. 310D· [[περί]] τι ὁ αὐτ. ἐν Συμπ. 206D· ἢ τοῦ σώματος πτ. ὁ αὐτ. ἐν Κρατ. 404Α· πρβλ. Ἀριστ. π. Ζ. Γεν. 4. 5, 9, Κλέαρχ. παρ’ Ἀθην. 670C.
|lstext='''πτόησις''': ἢ πτοίησις, εως, ἡ, πᾶσα σφοδρὰ [[συγκίνησις]], [[ταραχή]], σφοδρὰ [[ἔξαψις]], Πλάτ. Πρωτ. 310D· [[περί]] τι ὁ αὐτ. ἐν Συμπ. 206D· ἢ τοῦ σώματος πτ. ὁ αὐτ. ἐν Κρατ. 404Α· πρβλ. Ἀριστ. π. Ζ. Γεν. 4. 5, 9, Κλέαρχ. παρ’ Ἀθην. 670C.
}}
{{bailly
|btext=εως (ἡ) :<br />mouvement violent de l’âme, passion.<br />'''Étymologie:''' [[πτοέω]].
}}
}}

Revision as of 20:08, 9 August 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: πτόησις Medium diacritics: πτόησις Low diacritics: πτόησις Capitals: ΠΤΟΗΣΙΣ
Transliteration A: ptóēsis Transliteration B: ptoēsis Transliteration C: ptoisis Beta Code: pto/hsis

English (LSJ)

or πτοίησις (so in Pl.), εως, ἡ,

   A vehement emotion or excitement, Pl.Prt.310d; περί τι Id.Smp.206d; ἡ τοῦ σώματος π. Id.Cra. 404a, cf. Arist.GA774a5 (dub.), Clearch.(?) ap.Ath.15.670c, Agatharch.5, Ph.1.509; μὴ φοβούμεναι μηδεμίαν πτόησιν 1 Ep.Pet.3.6.

German (Pape)

[Seite 810] ἡ, auch πτοίησις, das Scheuchen, Erschrecken, in heftige Bewegung u. Leidenschaft Setzen (?). – Heftige Bewegung, Leidenschaft, ἔχοντες τὴν τοῦ σώματος πτόησιν καὶ μανίαν, Plat. Crat. 404 a; περί τι, Conv. 206 d (v. l. ποίησις); vgl. Prot. 310 d; Brunst, Arist. de gen. anim. 4, 5.

Greek (Liddell-Scott)

πτόησις: ἢ πτοίησις, εως, ἡ, πᾶσα σφοδρὰ συγκίνησις, ταραχή, σφοδρὰ ἔξαψις, Πλάτ. Πρωτ. 310D· περί τι ὁ αὐτ. ἐν Συμπ. 206D· ἢ τοῦ σώματος πτ. ὁ αὐτ. ἐν Κρατ. 404Α· πρβλ. Ἀριστ. π. Ζ. Γεν. 4. 5, 9, Κλέαρχ. παρ’ Ἀθην. 670C.

French (Bailly abrégé)

εως (ἡ) :
mouvement violent de l’âme, passion.
Étymologie: πτοέω.