ῥησιμετρέω: Difference between revisions

From LSJ

ἑὰν δὲ προσποιούμενος ᾗ τὰ μαθήματά πως ἀπείρως προβάλλων, οὐκ ἔστιν αἰτίας ἔξω → But should one profess knowledge as he puts forward something in an inexperienced way, he is not without blame (Pappus 3.1.30.31f.)

Source
(6_14)
(Bailly1_4)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''ῥησιμετρέω''': μετρῶ τὰς ῥήσεις, Λουκ. Λεξιφάν. 9, Ψευδολ. 24. - Ἴδε Κόντου Γλωσσ. Παρατηρ. σ. 293.
|lstext='''ῥησιμετρέω''': μετρῶ τὰς ῥήσεις, Λουκ. Λεξιφάν. 9, Ψευδολ. 24. - Ἴδε Κόντου Γλωσσ. Παρατηρ. σ. 293.
}}
{{bailly
|btext=-ῶ :<br />mesurer ses paroles.<br />'''Étymologie:''' [[ῥῆσις]], [[μετρέω]].
}}
}}

Revision as of 20:08, 9 August 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ῥησιμετρέω Medium diacritics: ῥησιμετρέω Low diacritics: ρησιμετρέω Capitals: ΡΗΣΙΜΕΤΡΕΩ
Transliteration A: rhēsimetréō Transliteration B: rhēsimetreō Transliteration C: risimetreo Beta Code: r(hsimetre/w

English (LSJ)

   A measure one's words, Luc.Lex.9, Pseudol.24.

German (Pape)

[Seite 840] seine Rede, seine Worte messen, Luc. Pseudol. 24 Lexiphan. 9.

Greek (Liddell-Scott)

ῥησιμετρέω: μετρῶ τὰς ῥήσεις, Λουκ. Λεξιφάν. 9, Ψευδολ. 24. - Ἴδε Κόντου Γλωσσ. Παρατηρ. σ. 293.

French (Bailly abrégé)

-ῶ :
mesurer ses paroles.
Étymologie: ῥῆσις, μετρέω.