πρυμνοῦχος: Difference between revisions

From LSJ

Υἱῷ μέγιστον ἀγαθόν ἐστ' ἔμφρων πατήρ → Prudente patre bonum non maius filio → Dem Sohn ist ein verständiger Vater größtes Gut

Menander, Monostichoi, 525
(6_15)
(Bailly1_4)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''πρυμνοῦχος''': -ον, (ἔχω) ὁ κρατῶν τὴν πρύμναν τοῦ πλοίου, [[κάλως]] Ἀνθ. Π. 7. 374· πρβλ. [[πρυμνήτης]] ΙΙ, [[πρυμνήσιος]]. ΙΙ. ὁ κρατῶν τὰ πλοῖα ([[ἐπειδὴ]] ἦσαν ἠγκυροβολημένα ἢ πρὸς τὴν ξηρὰν προσδεδεμένα ἐκ τῆς πρύμνης), τὸν στόλον, Αὖλις Εὐρ. Ἠλ. 1022.
|lstext='''πρυμνοῦχος''': -ον, (ἔχω) ὁ κρατῶν τὴν πρύμναν τοῦ πλοίου, [[κάλως]] Ἀνθ. Π. 7. 374· πρβλ. [[πρυμνήτης]] ΙΙ, [[πρυμνήσιος]]. ΙΙ. ὁ κρατῶν τὰ πλοῖα ([[ἐπειδὴ]] ἦσαν ἠγκυροβολημένα ἢ πρὸς τὴν ξηρὰν προσδεδεμένα ἐκ τῆς πρύμνης), τὸν στόλον, Αὖλις Εὐρ. Ἠλ. 1022.
}}
{{bailly
|btext=ος, ον :<br /><b>1</b> qui retient la poupe;<br /><b>2</b> <i>p. ext.</i> qui retient les navires.<br />'''Étymologie:''' [[πρύμνα]], [[ἔχω]].
}}
}}

Revision as of 20:08, 9 August 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: πρυμνοῦχος Medium diacritics: πρυμνοῦχος Low diacritics: πρυμνούχος Capitals: ΠΡΥΜΝΟΥΧΟΣ
Transliteration A: prymnoûchos Transliteration B: prymnouchos Transliteration C: prymnoychos Beta Code: prumnou=xos

English (LSJ)

ον, (ἔχω)

   A holding the ship's stern, κάλος AP7.374 (Marc. Arg.).    II detaining the ships (because they were anchored by the stern), Αὖλις E.El.1022.

German (Pape)

[Seite 802] das Schiffshintertheil innehabend, festhaltend; Αὖλις, Eur. El. 1022; κάλοι, M. Arg. 31 (VII, 374).

Greek (Liddell-Scott)

πρυμνοῦχος: -ον, (ἔχω) ὁ κρατῶν τὴν πρύμναν τοῦ πλοίου, κάλως Ἀνθ. Π. 7. 374· πρβλ. πρυμνήτης ΙΙ, πρυμνήσιος. ΙΙ. ὁ κρατῶν τὰ πλοῖα (ἐπειδὴ ἦσαν ἠγκυροβολημένα ἢ πρὸς τὴν ξηρὰν προσδεδεμένα ἐκ τῆς πρύμνης), τὸν στόλον, Αὖλις Εὐρ. Ἠλ. 1022.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
1 qui retient la poupe;
2 p. ext. qui retient les navires.
Étymologie: πρύμνα, ἔχω.