ῥαβδίζω: Difference between revisions

From LSJ

Εὑρεῖν τὸ δίκαιον πανταχῶς οὐ ῥᾴδιον → Difficile inventu est iustum, ubi ubi quaesiveris → Zu finden, was gerecht ist, ist durchaus nicht leicht

Menander, Monostichoi, 178
(6_22)
(Bailly1_4)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''ῥαβδίζω''': ὡς καὶ νῦν, κτυπῶ, [[δέρω]] διὰ τῆς ῥάβδου, ξυλίζω, Ἀριστοφ. Λυσ. 587, Φερεκρ. ἐν «Δουλοδιδασκάλῳ» 12· ῥ. δένδρα, κτυπῶ αὐτὰ διὰ ῥάβδου [[ὅπως]] καταρρίψω τὸν καρπόν, Θεοφρ. π. Φυτ. Αἰτ. 1. 19, 4, κτλ.· ἐλαίας [[αὐτόθι]] 5. 4, 2· ῥ. πυρούς, τύπτων [[ἀποχωρίζω]] τὸν σῖτον, Ἑβδ. (Ροὺθ Β΄, 17).
|lstext='''ῥαβδίζω''': ὡς καὶ νῦν, κτυπῶ, [[δέρω]] διὰ τῆς ῥάβδου, ξυλίζω, Ἀριστοφ. Λυσ. 587, Φερεκρ. ἐν «Δουλοδιδασκάλῳ» 12· ῥ. δένδρα, κτυπῶ αὐτὰ διὰ ῥάβδου [[ὅπως]] καταρρίψω τὸν καρπόν, Θεοφρ. π. Φυτ. Αἰτ. 1. 19, 4, κτλ.· ἐλαίας [[αὐτόθι]] 5. 4, 2· ῥ. πυρούς, τύπτων [[ἀποχωρίζω]] τὸν σῖτον, Ἑβδ. (Ροὺθ Β΄, 17).
}}
{{bailly
|btext=battre avec une baguette.<br />'''Étymologie:''' [[ῥάβδος]].
}}
}}

Revision as of 20:08, 9 August 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ῥαβδίζω Medium diacritics: ῥαβδίζω Low diacritics: ραβδίζω Capitals: ΡΑΒΔΙΖΩ
Transliteration A: rhabdízō Transliteration B: rhabdizō Transliteration C: ravdizo Beta Code: r(abdi/zw

English (LSJ)

   A beat with a rod or stick, cudgel, Ar.Lys.587, Pherecr.50, 2 Ep.Cor.11.25 (Pass.); ῥ. δένδρα thresh trees, to bring down the fruit, Thphr.CP1.19.4 (Pass.), cf. PRyl.148.20 (i A.D.); ἐλάας Thphr.CP 5.4.2; ῥ. [κριθάς] thresh out barley, LXX Ru.2.17; σῖτον ib.Jd.6.11.

German (Pape)

[Seite 829] mit der Ruthe, dem Stocke schlagen, streichen; Pherecrat. bei B. A. 113, 5; Ar. Lys. 587; Theophr.; N. T.; πυρούς, Weizen ausdreschen, LXX.

Greek (Liddell-Scott)

ῥαβδίζω: ὡς καὶ νῦν, κτυπῶ, δέρω διὰ τῆς ῥάβδου, ξυλίζω, Ἀριστοφ. Λυσ. 587, Φερεκρ. ἐν «Δουλοδιδασκάλῳ» 12· ῥ. δένδρα, κτυπῶ αὐτὰ διὰ ῥάβδου ὅπως καταρρίψω τὸν καρπόν, Θεοφρ. π. Φυτ. Αἰτ. 1. 19, 4, κτλ.· ἐλαίας αὐτόθι 5. 4, 2· ῥ. πυρούς, τύπτων ἀποχωρίζω τὸν σῖτον, Ἑβδ. (Ροὺθ Β΄, 17).

French (Bailly abrégé)

battre avec une baguette.
Étymologie: ῥάβδος.