πύκνωσις: Difference between revisions

From LSJ

Κακοῦ μεταβολὴν ἀνδρὸς οὐ δεῖ προσδοκᾶν → Non exspectandus improbi flexus viri → Auf Wandel eines schlechten Mannes warte nicht

Menander, Monostichoi, 282
(6_9)
(Bailly1_4)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''πύκνωσις''': ἡ, ([[πυκνόω]]) ὡς καὶ νῦν, συμπύκνωσις, ἀντίθετον τῷ [[μάνωσις]] Ἀριστ. Φυσ. 8. 7, 5· τῷ [[ἀραίωσις]], Πλούταρχ. 2· 695Β· π. [[ὑδατώδης]], ἐπὶ τοῦ ἀέρος, Ἀριστ. Μετεωρ. 3. 3, 3· τὸ [[νέφος]] π. ἀέρος ὁ αὐτ. ἐν Τοπ. 6. 8, 5. ΙΙ. (ἐκ τοῦ πυκνόομαι) ὕλη συμπεπυκνωμένη, ὁ αὐτ. ἐν Μετεωρ. 1. 7, 4, Πλούτ. 2. 721Α· συμπεπυκνωμένη [[παράταξις]], κατὰ τὰς ἐναγωνίους π. Πολύβ. 18. 12, 2· τῶν σαρισσῶν 18. 13, 3.
|lstext='''πύκνωσις''': ἡ, ([[πυκνόω]]) ὡς καὶ νῦν, συμπύκνωσις, ἀντίθετον τῷ [[μάνωσις]] Ἀριστ. Φυσ. 8. 7, 5· τῷ [[ἀραίωσις]], Πλούταρχ. 2· 695Β· π. [[ὑδατώδης]], ἐπὶ τοῦ ἀέρος, Ἀριστ. Μετεωρ. 3. 3, 3· τὸ [[νέφος]] π. ἀέρος ὁ αὐτ. ἐν Τοπ. 6. 8, 5. ΙΙ. (ἐκ τοῦ πυκνόομαι) ὕλη συμπεπυκνωμένη, ὁ αὐτ. ἐν Μετεωρ. 1. 7, 4, Πλούτ. 2. 721Α· συμπεπυκνωμένη [[παράταξις]], κατὰ τὰς ἐναγωνίους π. Πολύβ. 18. 12, 2· τῶν σαρισσῶν 18. 13, 3.
}}
{{bailly
|btext=εως (ἡ) :<br /><b>1</b> action d’épaissir <i>ou</i> de rendre compact, condensation;<br /><b>2</b> matière condensée, masse compacte.<br />'''Étymologie:''' [[πυκνόω]].
}}
}}

Revision as of 20:09, 9 August 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: πύκνωσις Medium diacritics: πύκνωσις Low diacritics: πύκνωσις Capitals: ΠΥΚΝΩΣΙΣ
Transliteration A: pýknōsis Transliteration B: pyknōsis Transliteration C: pyknosis Beta Code: pu/knwsis

English (LSJ)

εως, ἡ,

   A condensation, opp. μάνωσις, Arist.Ph.260b8; opp. ἀραίωσις, Epicur.Nat.14Fr.11, Plu.2.695b; π. ὑδατώδης, of the air, Arist.Mete.372b31; τὸ νέφος π. ἀέρος Id.Top.146b29; ἡ διὰ ψῦχος π. S.E.P.1.238.    II (from πυκνόομαι) condensed matter, Arist.Mete.344a16, Plu.2.721a(pl.).    2 frequency of the pulse, Marcellin.Puls.228.    III in Tactics, close order, κατὰ τὰς ἐναγωνίους π. Plb.18.29.2; τῶν σαρισῶν Id.18.30.3, cf. Onos.10.2 (pl.); esp. of the phalanx, Ascl.Tact.4.1,3, Ael.Tact.11.3, Arr.Tact. 11.3.    IV Rhet., aggregation, τῶν ἐκλελεγμένων Longin.10.1.

German (Pape)

[Seite 816] ἡ, das Dicht- oder Festmachen, Plut. Brut. 25; bes. in der Schlachtordnung, die Glieder, Pol. 18, 12, 2. – Auch = πυκνότης, Arist. meteor. 3, 3.

Greek (Liddell-Scott)

πύκνωσις: ἡ, (πυκνόω) ὡς καὶ νῦν, συμπύκνωσις, ἀντίθετον τῷ μάνωσις Ἀριστ. Φυσ. 8. 7, 5· τῷ ἀραίωσις, Πλούταρχ. 2· 695Β· π. ὑδατώδης, ἐπὶ τοῦ ἀέρος, Ἀριστ. Μετεωρ. 3. 3, 3· τὸ νέφος π. ἀέρος ὁ αὐτ. ἐν Τοπ. 6. 8, 5. ΙΙ. (ἐκ τοῦ πυκνόομαι) ὕλη συμπεπυκνωμένη, ὁ αὐτ. ἐν Μετεωρ. 1. 7, 4, Πλούτ. 2. 721Α· συμπεπυκνωμένη παράταξις, κατὰ τὰς ἐναγωνίους π. Πολύβ. 18. 12, 2· τῶν σαρισσῶν 18. 13, 3.

French (Bailly abrégé)

εως (ἡ) :
1 action d’épaissir ou de rendre compact, condensation;
2 matière condensée, masse compacte.
Étymologie: πυκνόω.