σπουδαστής: Difference between revisions
From LSJ
Τοὺς δούλους ἔταξεν ὡρισμένου νομίσματος ὁμιλεῖν ταῖς θεραπαινίσιν → He arranged for his male slaves to have sex with female slaves at a fixed price (Plutarch, Life of Cato the Elder 21.2)
(6_19) |
(Bailly1_4) |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''σπουδαστής''': -οῦ, ὁ, ὁ ἐπιζητῶν τὸ καλὸν τοῦ ἄλλου, ὑποστηρικτής, φατριαστής, φίλος [[πολιτικός]], [[θιασώτης]], Λατιν. fautor, Πλουτ. Καῖσ. 54, Ἀρτοξ. 26. | |lstext='''σπουδαστής''': -οῦ, ὁ, ὁ ἐπιζητῶν τὸ καλὸν τοῦ ἄλλου, ὑποστηρικτής, φατριαστής, φίλος [[πολιτικός]], [[θιασώτης]], Λατιν. fautor, Πλουτ. Καῖσ. 54, Ἀρτοξ. 26. | ||
}} | |||
{{bailly | |||
|btext=οῦ (ὁ) :<br />partisan <i>ou</i> défenseur de qqn.<br />'''Étymologie:''' [[σπουδάζω]]. | |||
}} | }} |
Revision as of 20:09, 9 August 2017
English (LSJ)
οῦ, ὁ,
A one who wishes well to another, supporter, partisan, Plu.Caes.54, Art.26.
German (Pape)
[Seite 925] ὁ, der Einem wohl will, Anhänger, Gönner, Plut. Artax. 26 Caes. 54.
Greek (Liddell-Scott)
σπουδαστής: -οῦ, ὁ, ὁ ἐπιζητῶν τὸ καλὸν τοῦ ἄλλου, ὑποστηρικτής, φατριαστής, φίλος πολιτικός, θιασώτης, Λατιν. fautor, Πλουτ. Καῖσ. 54, Ἀρτοξ. 26.
French (Bailly abrégé)
οῦ (ὁ) :
partisan ou défenseur de qqn.
Étymologie: σπουδάζω.