στροφαλίζω: Difference between revisions

From LSJ

Τὴν ἀρχὴν ὅ, τι καὶ λαλω̃ ὑμι̃ν (John 8:25) → Just what I have been saying to you from the very beginning

Source
(6_6)
(Bailly1_4)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''στροφᾰλίζω''': ἐκτεταμένος [[τύπος]] τοῦ [[στρέφω]], [[ἠλάκατα]] στρ., [[στρέφω]] τὴν ἄτρακτον, [[κλώθω]], [[νήθω]], Ὀδ. Σ. 315· πρβλ. Ἀνθ. Π. 6. 218, Ἡσύχ.
|lstext='''στροφᾰλίζω''': ἐκτεταμένος [[τύπος]] τοῦ [[στρέφω]], [[ἠλάκατα]] στρ., [[στρέφω]] τὴν ἄτρακτον, [[κλώθω]], [[νήθω]], Ὀδ. Σ. 315· πρβλ. Ἀνθ. Π. 6. 218, Ἡσύχ.
}}
{{bailly
|btext=<i>ao.</i> ἐστροφάλισα;<br />faire tourner, acc..<br />'''Étymologie:''' [[στροφάλιγξ]].
}}
}}

Revision as of 20:09, 9 August 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: στροφαλίζω Medium diacritics: στροφαλίζω Low diacritics: στροφαλίζω Capitals: ΣΤΡΟΦΑΛΙΖΩ
Transliteration A: strophalízō Transliteration B: strophalizō Transliteration C: strofalizo Beta Code: strofali/zw

English (LSJ)

lengthd. form of στρέφω, ἠλάκατα σ.

   A twist the wool, i.e. spin, Od.18.315; φόβην AP6.218.8 (Alc.).

German (Pape)

[Seite 956] verlängerte Form von στρέφω, oft, viel drehen, ἠλάκατα, die Spindel drehen, spinnen, Od. 18, 315; στροφάλιξε φόβην, vom Löwen, Alcaeus 8 (VI, 218).

Greek (Liddell-Scott)

στροφᾰλίζω: ἐκτεταμένος τύπος τοῦ στρέφω, ἠλάκατα στρ., στρέφω τὴν ἄτρακτον, κλώθω, νήθω, Ὀδ. Σ. 315· πρβλ. Ἀνθ. Π. 6. 218, Ἡσύχ.

French (Bailly abrégé)

ao. ἐστροφάλισα;
faire tourner, acc..
Étymologie: στροφάλιγξ.