σκυτοτομεῖον: Difference between revisions

From LSJ

Φιλοκαλοῦμέν τε γὰρ μετ' εὐτελείας καὶ φιλοσοφοῦμεν ἄνευ μαλακίας → Our love of what is beautiful does not lead to extravagance; our love of the things of the mind does not makes us soft.

Τhucydides, 2.40.1
(6_22)
(Bailly1_4)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''σκῡτοτομεῖον''': τό, τὸ [[ἐργαστήριον]] τοῦ σκυτοτόμου ἢ ὑποδηματοποιοῦ, Λυσ. 170. 9, Μάχων παρ’ Ἀθην. 581D (διάφορ. γραφ. -ιον).
|lstext='''σκῡτοτομεῖον''': τό, τὸ [[ἐργαστήριον]] τοῦ σκυτοτόμου ἢ ὑποδηματοποιοῦ, Λυσ. 170. 9, Μάχων παρ’ Ἀθην. 581D (διάφορ. γραφ. -ιον).
}}
{{bailly
|btext=ου (τό) :<br />atelier <i>ou</i> boutique de cordonnier.<br />'''Étymologie:''' [[σκυτοτόμος]].
}}
}}

Revision as of 20:09, 9 August 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: σκῡτοτομεῖον Medium diacritics: σκυτοτομεῖον Low diacritics: σκυτοτομείον Capitals: ΣΚΥΤΟΤΟΜΕΙΟΝ
Transliteration A: skytotomeîon Transliteration B: skytotomeion Transliteration C: skytotomeion Beta Code: skutotomei=on

English (LSJ)

τό,

   A shoemaker's shop, Lys.24.20, Macho ap.Ath. 13.581d (v.l. -ιον).

German (Pape)

[Seite 909] τό, = σκυτοτόμιον, Lys. 24, 20.

Greek (Liddell-Scott)

σκῡτοτομεῖον: τό, τὸ ἐργαστήριον τοῦ σκυτοτόμου ἢ ὑποδηματοποιοῦ, Λυσ. 170. 9, Μάχων παρ’ Ἀθην. 581D (διάφορ. γραφ. -ιον).

French (Bailly abrégé)

ου (τό) :
atelier ou boutique de cordonnier.
Étymologie: σκυτοτόμος.