τεκνοῦς: Difference between revisions
From LSJ
ἐλαχίστου ἐδέησε διαφθεῖραι → narrowly missed destroying
(6_20) |
(Bailly1_5) |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''τεκνοῦς''': οῦσσα, οῦν, συνῃρ. ἀντὶ τεκνόεις, εσσα, εν, ἄναδρος ἡ τεκνοῦσα, ἡ τεκοῦσα, ἡ γεννήσασα (κατὰ διόρθωσιν τοῦ Brunck), Σοφ. Τρ. 308, [[ἔνθα]] ὁ Σχολ. μνημονεύει γραφ. παιδοῦσσα ἐκ τοῦ Καλλ. | |lstext='''τεκνοῦς''': οῦσσα, οῦν, συνῃρ. ἀντὶ τεκνόεις, εσσα, εν, ἄναδρος ἡ τεκνοῦσα, ἡ τεκοῦσα, ἡ γεννήσασα (κατὰ διόρθωσιν τοῦ Brunck), Σοφ. Τρ. 308, [[ἔνθα]] ὁ Σχολ. μνημονεύει γραφ. παιδοῦσσα ἐκ τοῦ Καλλ. | ||
}} | |||
{{bailly | |||
|btext=οῦσσα, οῦν :<br />qui a des enfants.<br />'''Étymologie:''' [[τέκνον]]. | |||
}} | }} |
Revision as of 20:09, 9 August 2017
English (LSJ)
οῦσσα, οῦν, contr. for τεκνόεις, εσσα, εν,
A having children, ἄνανδρος ἢ τεκνοῦσσα (Brunck for τεκνοῦσα or τεκοῦσα) S.Tr.308 (v. παιδοῦς) ; οἶνον, ὃς . . τὰς γυναῖκας τεκνούσσας ποιεῖ Thphr.HP9.18.10, as cited by Ath.1.31f (τεκνούσας codd.Ath., ἀτέκνους codd.Thphr.); αἱ τεκνοῦσαι, opp. αἱ ἀειπάρθενοι, D.C.56.10 codd.
German (Pape)
[Seite 1083] οῦσσα, οῦν, statt τεκνόεις, εσσα, εν, Kinder habend, Soph. Trach. 308.
Greek (Liddell-Scott)
τεκνοῦς: οῦσσα, οῦν, συνῃρ. ἀντὶ τεκνόεις, εσσα, εν, ἄναδρος ἡ τεκνοῦσα, ἡ τεκοῦσα, ἡ γεννήσασα (κατὰ διόρθωσιν τοῦ Brunck), Σοφ. Τρ. 308, ἔνθα ὁ Σχολ. μνημονεύει γραφ. παιδοῦσσα ἐκ τοῦ Καλλ.
French (Bailly abrégé)
οῦσσα, οῦν :
qui a des enfants.
Étymologie: τέκνον.