συνεοχμός: Difference between revisions

From LSJ

πλέομεν δ' ἐπὶ οἴνοπα πόντον → we're sailing upon the wine-dark sea

Source
(6_15)
(Bailly1_5)
Line 12: Line 12:
{{ls
{{ls
|lstext='''συνεοχμός''': ὁ, ποιητικ. ἀντὶ [[συνοχμός]], = [[συνοχή]], [[συναφή]], [[σύνδεσις]], ἄρθρωσις, κεφαλῆς τε καὶ αὐχένος ἐν συνεοχμῷ Ἰλ. Ξ. 465, [[ἔνθα]] ἴδε Spi?zn?r. πρβλ. [[ὄχμα]].
|lstext='''συνεοχμός''': ὁ, ποιητικ. ἀντὶ [[συνοχμός]], = [[συνοχή]], [[συναφή]], [[σύνδεσις]], ἄρθρωσις, κεφαλῆς τε καὶ αὐχένος ἐν συνεοχμῷ Ἰλ. Ξ. 465, [[ἔνθα]] ἴδε Spi?zn?r. πρβλ. [[ὄχμα]].
}}
{{bailly
|btext=οῦ (ὁ) :<br />jointure.<br />'''Étymologie:''' p. *συνϜοχμός, de [[σύν]], [[ἔχω]], p. *Ϝέχω = <i>lat.</i> veho ; v. [[ἔχω]].
}}
}}

Revision as of 20:09, 9 August 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: συνεοχμός Medium diacritics: συνεοχμός Low diacritics: συνεοχμός Capitals: ΣΥΝΕΟΧΜΟΣ
Transliteration A: syneochmós Transliteration B: syneochmos Transliteration C: syneochmos Beta Code: suneoxmo/s

English (LSJ)

ὁ, poet. for Συνοχμός,

   A = συνοχή, joining, joint, κεφαλῆς τε καὶ αὐχένος ἐν συνεοχμῷ Il.14.465.

Greek (Liddell-Scott)

συνεοχμός: ὁ, ποιητικ. ἀντὶ συνοχμός, = συνοχή, συναφή, σύνδεσις, ἄρθρωσις, κεφαλῆς τε καὶ αὐχένος ἐν συνεοχμῷ Ἰλ. Ξ. 465, ἔνθα ἴδε Spi?zn?r. πρβλ. ὄχμα.

French (Bailly abrégé)

οῦ (ὁ) :
jointure.
Étymologie: p. *συνϜοχμός, de σύν, ἔχω, p. *Ϝέχω = lat. veho ; v. ἔχω.