σύμβωμος: Difference between revisions
From LSJ
Κακὸν μέγιστον ἐν βροτοῖς ἀπληστία → Malumm est hominibus maximum immoderatio → Das größte Übel ist bei Menschen Völlerei
(6_17) |
(Bailly1_4) |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''σύμβωμος''': -ον, ὁ ἐν τῷ αὐτῷ βωμῷ λατρευόμενος, θεοὶ Στράβ. 512· σύμβωμός ἐστιν Ἰόλαος αὐτῷ (δηλ. τῷ Ἡρακλεῖ) Πλούτ. 2. 492C, κτλ.· πρβλ. [[σύνναος]]. | |lstext='''σύμβωμος''': -ον, ὁ ἐν τῷ αὐτῷ βωμῷ λατρευόμενος, θεοὶ Στράβ. 512· σύμβωμός ἐστιν Ἰόλαος αὐτῷ (δηλ. τῷ Ἡρακλεῖ) Πλούτ. 2. 492C, κτλ.· πρβλ. [[σύνναος]]. | ||
}} | |||
{{bailly | |||
|btext=ος, ον :<br />adoré sur le même autel.<br />'''Étymologie:''' [[σύν]], [[βωμός]]. | |||
}} | }} |
Revision as of 20:10, 9 August 2017
English (LSJ)
ον,
A sharing the altar, worshipped on a common altar, θεοί Sammelb.7470.7 (iii/ii B.C.), SIG1126.5 (Delos, ii/i B.C.), CIG 2230 (Chios), Str.11.8.4, etc., cf. σύνναος; σ. τινί Trag.Adesp.143, Plu.2.492c.
German (Pape)
[Seite 980] auf einem Altar zugleich verehrt, Plut. frat. am. E. u. a. Sp.
Greek (Liddell-Scott)
σύμβωμος: -ον, ὁ ἐν τῷ αὐτῷ βωμῷ λατρευόμενος, θεοὶ Στράβ. 512· σύμβωμός ἐστιν Ἰόλαος αὐτῷ (δηλ. τῷ Ἡρακλεῖ) Πλούτ. 2. 492C, κτλ.· πρβλ. σύνναος.