συμβατήριος: Difference between revisions
From LSJ
(6_16) |
(Bailly1_4) |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''συμβᾰτήριος''': -ον, = τῷ ἑπομ., λόγοι Θουκ. 5. 76, Διον. Ἁλ. 2. 45, κ. ἀλλ.· σπονδαὶ Φίλων 1. 392, κ. ἀλλ. | |lstext='''συμβᾰτήριος''': -ον, = τῷ ἑπομ., λόγοι Θουκ. 5. 76, Διον. Ἁλ. 2. 45, κ. ἀλλ.· σπονδαὶ Φίλων 1. 392, κ. ἀλλ. | ||
}} | |||
{{bailly | |||
|btext=ος, ον :<br />conciliant.<br />'''Étymologie:''' [[συμβαίνω]]. | |||
}} | }} |
Revision as of 20:10, 9 August 2017
English (LSJ)
ον, = sq.,
A λόγοι Th.5.76, D.H.2.45, al.; σπονδαί Ph.1.390, al.
German (Pape)
[Seite 978] = Folgdm, λόγοι, Thuc. 5, 76.
Greek (Liddell-Scott)
συμβᾰτήριος: -ον, = τῷ ἑπομ., λόγοι Θουκ. 5. 76, Διον. Ἁλ. 2. 45, κ. ἀλλ.· σπονδαὶ Φίλων 1. 392, κ. ἀλλ.
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
conciliant.
Étymologie: συμβαίνω.