συναποκλίνω: Difference between revisions

From LSJ

Καλὸν τὸ μηδὲν εἰς φίλους ἁμαρτάνειν → Nihil peccare in amicos est pulcherrimum → Gut ist, sich gegen Freunde nicht versündigen

Menander, Monostichoi, 279
(6_3)
(Bailly1_5)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''συναποκλίνω''': [ῑ], [[ὁμοῦ]] μετά τινος [[ἀποκλίνω]], [[ἀποστρέφω]], παθ., ἡ δὲ οἱ δειρὴ τῷ παντὶ συναπεκλίνη προσώπῳ Λιβάν. 4. 1088, 14, κλπ. ΙΙ. ἀμεταβ., συναποκλίνων ἐπ’ ἀμφότερα Πλούτ. 2. 790Ε· ἀπολ., Ἰωσήπ. Ἰουδ. Πόλ. 2. 24, 2.
|lstext='''συναποκλίνω''': [ῑ], [[ὁμοῦ]] μετά τινος [[ἀποκλίνω]], [[ἀποστρέφω]], παθ., ἡ δὲ οἱ δειρὴ τῷ παντὶ συναπεκλίνη προσώπῳ Λιβάν. 4. 1088, 14, κλπ. ΙΙ. ἀμεταβ., συναποκλίνων ἐπ’ ἀμφότερα Πλούτ. 2. 790Ε· ἀπολ., Ἰωσήπ. Ἰουδ. Πόλ. 2. 24, 2.
}}
{{bailly
|btext=<i>ao.2 Pass.</i> συναπεκλίνην;<br />s’incliner <i>ou</i> pencher en même temps.<br />'''Étymologie:''' [[σύν]], [[ἀποκλίνω]].
}}
}}

Revision as of 20:10, 9 August 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: συναποκλίνω Medium diacritics: συναποκλίνω Low diacritics: συναποκλίνω Capitals: ΣΥΝΑΠΟΚΛΙΝΩ
Transliteration A: synapoklínō Transliteration B: synapoklinō Transliteration C: synapoklino Beta Code: sunapokli/nw

English (LSJ)

[ῑ],

   A turn aside together with, pf. Pass. -κέκλῐμαι Lib.Descr.22.5.    II intr., turn aside together, ἐπ' ἀμφότερα Plu.2.790e: abs., J.BJ1.24.2; ἡ δειρὴ τῷ παντὶ σ. προσώπῳ Lib.Descr.18.3.

German (Pape)

[Seite 1002] mit od. zugleich abbiegen, ablenken, auch intrans., mit abbiegen, abgehen, ἐπ' ἀμφότερα, Plut. an seni 12.

Greek (Liddell-Scott)

συναποκλίνω: [ῑ], ὁμοῦ μετά τινος ἀποκλίνω, ἀποστρέφω, παθ., ἡ δὲ οἱ δειρὴ τῷ παντὶ συναπεκλίνη προσώπῳ Λιβάν. 4. 1088, 14, κλπ. ΙΙ. ἀμεταβ., συναποκλίνων ἐπ’ ἀμφότερα Πλούτ. 2. 790Ε· ἀπολ., Ἰωσήπ. Ἰουδ. Πόλ. 2. 24, 2.

French (Bailly abrégé)

ao.2 Pass. συναπεκλίνην;
s’incliner ou pencher en même temps.
Étymologie: σύν, ἀποκλίνω.