ταχύνω: Difference between revisions
καὶ ἤδη γε ἄπειμι παρὰ τὸν ἑταῖρον Κλεινίαν, ὅτι πυνθάνομαι χρόνου ἤδη ἀκάθαρτον εἶναι αὐτῷ τὴν γυναῖκα καὶ ταύτην νοσεῖν, ὅτι μὴ ῥεῖ. ὥστε οὐκέτι οὐδ' ἀναβαίνει αὐτήν, ἀλλ' ἄβατος καὶ ἀνήροτός ἐστιν → and now I depart for my companion, Cleinias since I have learned that for some time now his wife is unclean and she is ill because she does not flow, therefore he no longer sleeps with her but she is unavailable and untilled
(6_3) |
(Bailly1_5) |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''τᾰχύνω''': [ῡ], ποιῶ τι [[ταχέως]], [[ἐπισπεύδω]], ἀλλ’ οἱ μὲν κοίλην [[κάπετον]] χερσὶ ταχύνατε, σκάψατε [[ταχέως]] κοῖλον τάφον, Σοφ. Αἴ. 1404· [[οὕτως]], ὡς δύνασαι... ταχύνας σπεῦσον κοίλην [[κάπετον]] [[αὐτόθι]] 1164 τοῖα σπερχόμενος ταχύνει, τοιούτους λόγους ἐν σπουδῇ λέγει, Εὐρ. Ἄλκ. 255. ― Παθ., σελὶς ταχυνομένη, [[ταχέως]] στρεφομένη, Ἀνθ. ΙΙ. 6. 227. ΙΙ. ἀμετάβ., εἶμαι [[ταχύς]], ἐνεργῶ [[ταχέως]], [[σπεύδω]], Αἰσχύλ. Πέρσ. 692, Χο. 660, Σοφ. Ο. Τ. 861, Ο. Κ. 219, Ἀριστοφ. Ἐκκλ. 582· καὶ παρὰ πεζογράφοις, Ξεν. Κύρ. 8. 5, 15, Ἀριστ. π. Φυτ. 2. 7, 2. | |lstext='''τᾰχύνω''': [ῡ], ποιῶ τι [[ταχέως]], [[ἐπισπεύδω]], ἀλλ’ οἱ μὲν κοίλην [[κάπετον]] χερσὶ ταχύνατε, σκάψατε [[ταχέως]] κοῖλον τάφον, Σοφ. Αἴ. 1404· [[οὕτως]], ὡς δύνασαι... ταχύνας σπεῦσον κοίλην [[κάπετον]] [[αὐτόθι]] 1164 τοῖα σπερχόμενος ταχύνει, τοιούτους λόγους ἐν σπουδῇ λέγει, Εὐρ. Ἄλκ. 255. ― Παθ., σελὶς ταχυνομένη, [[ταχέως]] στρεφομένη, Ἀνθ. ΙΙ. 6. 227. ΙΙ. ἀμετάβ., εἶμαι [[ταχύς]], ἐνεργῶ [[ταχέως]], [[σπεύδω]], Αἰσχύλ. Πέρσ. 692, Χο. 660, Σοφ. Ο. Τ. 861, Ο. Κ. 219, Ἀριστοφ. Ἐκκλ. 582· καὶ παρὰ πεζογράφοις, Ξεν. Κύρ. 8. 5, 15, Ἀριστ. π. Φυτ. 2. 7, 2. | ||
}} | |||
{{bailly | |||
|btext=<b>1</b> <i>tr.</i> hâter, accélérer;<br /><b>2</b> <i>intr.</i> se hâter, s’empresser.<br />'''Étymologie:''' [[ταχύς]]. | |||
}} | }} |
Revision as of 20:10, 9 August 2017
English (LSJ)
A make quickly, κοιλὴν κάπετον χερσὶ ταχύνατε S.Aj.1404 (anap.); ὡς δύνασαι . . ταχύνας σπεῦσον κοιλὴν κάπετον ib.1164 (anap.); τάδε τοί με σπερχόμενος ταχύνει such are the words by which he urging hastens me, i.e. urges me to hasten, E.Alc.257 (lyr.):— Pass., σελὶς ταχυνομένη quickly written, AP6.227 (Crin.). II intr., to be quick, make haste, hurry, A.Pers.692, Ch.660, S.OT861, OC219 (lyr.), Ar.Ec.582: in Prose, X.Cyr.8.5.15: c. gen., τοῦ ποιῆσαι LXX Ge.18.7. 2 to be early, ταχύνουσαν ἢ βραδύνουσαν ἀκμὴν προδιαγνῶναι Gal.19.201.
German (Pape)
[Seite 1076] schnell od. eilig machen, beeilen, beschleunigen, – intrans., sich beeilen, eilen; Aesch. Ch. 149; σπερχόμενος ταχύνει, Eur. Alc. 257; Xen. Cyr. 8, 5, 15; Soph. O. C. 219 Ai. 1143; Long. 3, 2.
Greek (Liddell-Scott)
τᾰχύνω: [ῡ], ποιῶ τι ταχέως, ἐπισπεύδω, ἀλλ’ οἱ μὲν κοίλην κάπετον χερσὶ ταχύνατε, σκάψατε ταχέως κοῖλον τάφον, Σοφ. Αἴ. 1404· οὕτως, ὡς δύνασαι... ταχύνας σπεῦσον κοίλην κάπετον αὐτόθι 1164 τοῖα σπερχόμενος ταχύνει, τοιούτους λόγους ἐν σπουδῇ λέγει, Εὐρ. Ἄλκ. 255. ― Παθ., σελὶς ταχυνομένη, ταχέως στρεφομένη, Ἀνθ. ΙΙ. 6. 227. ΙΙ. ἀμετάβ., εἶμαι ταχύς, ἐνεργῶ ταχέως, σπεύδω, Αἰσχύλ. Πέρσ. 692, Χο. 660, Σοφ. Ο. Τ. 861, Ο. Κ. 219, Ἀριστοφ. Ἐκκλ. 582· καὶ παρὰ πεζογράφοις, Ξεν. Κύρ. 8. 5, 15, Ἀριστ. π. Φυτ. 2. 7, 2.
French (Bailly abrégé)
1 tr. hâter, accélérer;
2 intr. se hâter, s’empresser.
Étymologie: ταχύς.