συναθροίζω: Difference between revisions
(6_22) |
(Bailly1_5) |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''συναθροίζω''': ὡς καὶ νῦν, [[ἀθροίζω]] ἐπὶ τὸ αὐτό, [[μάλιστα]] ἐπὶ στρατιωτῶν, Ξεν. Ἀν. 7. 2, 8, Πλάτ., κλπ.· τὸ ναυτικὸν Λυσί. 194. 2· ἀγέλην Βαβρ. 124. 8, τοῦτο ὃ νῦν κεφαλὴν ἐπονομάζομεν… ᾧ καὶ πᾶν τὸ [[σῶμα]] παρέδοσαν ὑπηρεσίαν αὐτῷ ξυναθροίσαντες θεοὶ Πλάτ. Τίμ. 44D, πρβλ. [[Πολυδ]]. Ε΄ 168· ξ. ἐπὶ τὴν πόλιν… Ἕλληνάς τε καὶ βαρβάρους Πλάτ. Μενεξ. 243Β. ― Παθ., Ξεν. Ἀν. 6. 5, 30. 2) ἐπὶ πραγμάτων [[συνάγω]] αὐτὰ εἰς ἕν, τὸ [[κάταγμα]] εἰς ἓν Ἀριστοφ. Λυσ. 585. ― Παθ., ἐὰν εἰς μίαν... πόλιν... συναθροισθῇ τά... χρήματα Πλάτ. Πολ. 422D· τὸ κεφάλαιον τούτων ξυνηθροισμένων, τὸ ὅλον τούτων τῶν [[ὁμοῦ]] συναθροισθέντων ποσῶν, [[αὐτόθι]] 563D· ξ. εἰς ἓν ὁ αὐτ. ἐν Τιμ. 25Β· εἰς ταὐτὸ Ἀριστ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 15. 15· [[δόξα]] τῇ πόλει ξυνήθροισται Λυσί. 163. 34. 3) ἐπὶ μόνου ἑνὸς προσώπου, οὐ ξυνήθροισται στρατῷ, δὲν συνηνώθη [[μετὰ]] τοῦ στρατοῦ, Εὐρ. Ρῆσ. 613. | |lstext='''συναθροίζω''': ὡς καὶ νῦν, [[ἀθροίζω]] ἐπὶ τὸ αὐτό, [[μάλιστα]] ἐπὶ στρατιωτῶν, Ξεν. Ἀν. 7. 2, 8, Πλάτ., κλπ.· τὸ ναυτικὸν Λυσί. 194. 2· ἀγέλην Βαβρ. 124. 8, τοῦτο ὃ νῦν κεφαλὴν ἐπονομάζομεν… ᾧ καὶ πᾶν τὸ [[σῶμα]] παρέδοσαν ὑπηρεσίαν αὐτῷ ξυναθροίσαντες θεοὶ Πλάτ. Τίμ. 44D, πρβλ. [[Πολυδ]]. Ε΄ 168· ξ. ἐπὶ τὴν πόλιν… Ἕλληνάς τε καὶ βαρβάρους Πλάτ. Μενεξ. 243Β. ― Παθ., Ξεν. Ἀν. 6. 5, 30. 2) ἐπὶ πραγμάτων [[συνάγω]] αὐτὰ εἰς ἕν, τὸ [[κάταγμα]] εἰς ἓν Ἀριστοφ. Λυσ. 585. ― Παθ., ἐὰν εἰς μίαν... πόλιν... συναθροισθῇ τά... χρήματα Πλάτ. Πολ. 422D· τὸ κεφάλαιον τούτων ξυνηθροισμένων, τὸ ὅλον τούτων τῶν [[ὁμοῦ]] συναθροισθέντων ποσῶν, [[αὐτόθι]] 563D· ξ. εἰς ἓν ὁ αὐτ. ἐν Τιμ. 25Β· εἰς ταὐτὸ Ἀριστ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 15. 15· [[δόξα]] τῇ πόλει ξυνήθροισται Λυσί. 163. 34. 3) ἐπὶ μόνου ἑνὸς προσώπου, οὐ ξυνήθροισται στρατῷ, δὲν συνηνώθη [[μετὰ]] τοῦ στρατοῦ, Εὐρ. Ρῆσ. 613. | ||
}} | |||
{{bailly | |||
|btext=rassembler, réunir, acc. (une armée, une flotte) ; <i>Pass.</i> se rassembler, se serrer.<br />'''Étymologie:''' [[σύν]], [[ἁθροίζω]]. | |||
}} | }} |
Revision as of 20:10, 9 August 2017
English (LSJ)
pf. -ήθροικα (-υκα Pap.) POxy.1253.5 (iv A.D.):—
A gather together, assemble, esp. of soldiers, X.An.7.2.8, etc.; τὸ ναυτικόν Lys.2.34; ἀγέλην Babr.124.8; σ. ἐπὶ τὴν πόλιν . . Ἕλληνάς τε καὶ βαρβάρους Pl.Mx.243b:—Pass., X.An.6.5.30, Act.Ap.12.12. 2 of things, gather into one mass, τὸ κάταγμα εἰς ἕν Ar.Lys. 585 (anap.); τὸ σῶμα σ. bring the body together, Pl.Ti.44d:—Pass., ἐὰν εἰς μίαν . . πόλιν . . συναθροισθῇ τὰ . . Χρήματα Id.R.422d; τούτων συνηθροισμένων to sum up, therefore, ib.563d; σ. εἰς ἕν Id.Ti.25b; εἰς ταὐτό Arist.HA546b18; συνηθροισμένη τῇ πόλει δόξα Lycurg.110; συνηθροισμένον πᾶν ἰσχυρόν Thphr.Ign.12, cf. Vent.26; Χρόνῳ τὸ μῖσος -ηθροίσθη Phld.Piet.30. 3 of a single person, οὐ συνήθροισται στρατῷ has not joined the main army, E.Rh.613.
German (Pape)
[Seite 997] versammeln; Ar. Lys. 585; οὐ συνήθροισται στρατῷ, Eur. Rhes. 613; ξυναθροῖσαι ἐπὶ τὲν πόλιν πάντας Ἕλληνάς τε καὶ βαρβάρους, Plat. Menex. 243 b; ἐὰν εἰς μίαν πόλιν συναθροισθῇ τὰ τῶν ἄλλων χρήματα, Rep. IV, 422 d; ξυναθροισθεῖσα εἰς ἓν δύναμις, Tim. 25 b;, Folgende. wie Pol. 3. 50, 3.
Greek (Liddell-Scott)
συναθροίζω: ὡς καὶ νῦν, ἀθροίζω ἐπὶ τὸ αὐτό, μάλιστα ἐπὶ στρατιωτῶν, Ξεν. Ἀν. 7. 2, 8, Πλάτ., κλπ.· τὸ ναυτικὸν Λυσί. 194. 2· ἀγέλην Βαβρ. 124. 8, τοῦτο ὃ νῦν κεφαλὴν ἐπονομάζομεν… ᾧ καὶ πᾶν τὸ σῶμα παρέδοσαν ὑπηρεσίαν αὐτῷ ξυναθροίσαντες θεοὶ Πλάτ. Τίμ. 44D, πρβλ. Πολυδ. Ε΄ 168· ξ. ἐπὶ τὴν πόλιν… Ἕλληνάς τε καὶ βαρβάρους Πλάτ. Μενεξ. 243Β. ― Παθ., Ξεν. Ἀν. 6. 5, 30. 2) ἐπὶ πραγμάτων συνάγω αὐτὰ εἰς ἕν, τὸ κάταγμα εἰς ἓν Ἀριστοφ. Λυσ. 585. ― Παθ., ἐὰν εἰς μίαν... πόλιν... συναθροισθῇ τά... χρήματα Πλάτ. Πολ. 422D· τὸ κεφάλαιον τούτων ξυνηθροισμένων, τὸ ὅλον τούτων τῶν ὁμοῦ συναθροισθέντων ποσῶν, αὐτόθι 563D· ξ. εἰς ἓν ὁ αὐτ. ἐν Τιμ. 25Β· εἰς ταὐτὸ Ἀριστ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 15. 15· δόξα τῇ πόλει ξυνήθροισται Λυσί. 163. 34. 3) ἐπὶ μόνου ἑνὸς προσώπου, οὐ ξυνήθροισται στρατῷ, δὲν συνηνώθη μετὰ τοῦ στρατοῦ, Εὐρ. Ρῆσ. 613.
French (Bailly abrégé)
rassembler, réunir, acc. (une armée, une flotte) ; Pass. se rassembler, se serrer.
Étymologie: σύν, ἁθροίζω.