ταλαντοῦχος: Difference between revisions

From LSJ

θάνατος λοῖσθος ἰατρὸς νόσων → death is the last healer of sicknesses

Source
(6_15)
(Bailly1_5)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''τᾰλαντοῦχος''': -ον, (ἔχω) ὁ κρατῶν τὰ τάλαντα, τὰς πλάστιγγας, μεταφ., Ἄρης [[ταλαντοῦχος]] ἐν μάχῃ [[δορός]], ὁ μετατρέπων ἢ [[ὁρίζων]] τὴν ἔκβασιν τῆς μάχης, Αἰσχύλ. Ἀγ. 439 ([[ἔνθα]] ἡ γεν. δορὸς ἀνήκει εἰς τὸ μάχῃ, οὐχὶ εἰς τὸ ταλ-.).
|lstext='''τᾰλαντοῦχος''': -ον, (ἔχω) ὁ κρατῶν τὰ τάλαντα, τὰς πλάστιγγας, μεταφ., Ἄρης [[ταλαντοῦχος]] ἐν μάχῃ [[δορός]], ὁ μετατρέπων ἢ [[ὁρίζων]] τὴν ἔκβασιν τῆς μάχης, Αἰσχύλ. Ἀγ. 439 ([[ἔνθα]] ἡ γεν. δορὸς ἀνήκει εἰς τὸ μάχῃ, οὐχὶ εἰς τὸ ταλ-.).
}}
{{bailly
|btext=ου (ὁ, ἡ)<br />qui tient la balance.<br />'''Étymologie:''' [[τάλαντον]], [[ἔχω]].
}}
}}

Revision as of 20:11, 9 August 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: τᾰλαντοῦχος Medium diacritics: ταλαντοῦχος Low diacritics: ταλαντούχος Capitals: ΤΑΛΑΝΤΟΥΧΟΣ
Transliteration A: talantoûchos Transliteration B: talantouchos Transliteration C: talantoychos Beta Code: talantou=xos

English (LSJ)

ον, (ἔχω)

   A holding the balance: metaph., Ἄρης τ. ἐν μάχῃ he who holds the scale in battle, A.Ag.439 (lyr.).

German (Pape)

[Seite 1065] die Waage haltend u. abwägend; Ἄρης ταλ. ἐν μάχῃ, der das Kriegsglück in der Schlacht zuwägt, Aesch. Ag. 450.

Greek (Liddell-Scott)

τᾰλαντοῦχος: -ον, (ἔχω) ὁ κρατῶν τὰ τάλαντα, τὰς πλάστιγγας, μεταφ., Ἄρης ταλαντοῦχος ἐν μάχῃ δορός, ὁ μετατρέπων ἢ ὁρίζων τὴν ἔκβασιν τῆς μάχης, Αἰσχύλ. Ἀγ. 439 (ἔνθα ἡ γεν. δορὸς ἀνήκει εἰς τὸ μάχῃ, οὐχὶ εἰς τὸ ταλ-.).

French (Bailly abrégé)

ου (ὁ, ἡ)
qui tient la balance.
Étymologie: τάλαντον, ἔχω.