ταπεινότης: Difference between revisions
ξένος ὢν ἀκολούθει τοῖς ἐπιχωρίοις νόμοις → as a foreigner, follow the laws of that country | when in Rome, do as the Romans do
(6_12) |
(Bailly1_5) |
||
Line 12: | Line 12: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''τᾰπεινότης''': -ητος, ἡ, χαμηλότης, ταπεινότητος [[εἵνεκα]] Ἡρόδ. 4. 22· τ. τῆς χώρας Διόδ. 1. 31. 2) ἐπὶ καταστάσεως, ταπεινὴ [[κατάστασις]], [[εὐτέλεια]], Θουκ. 7. 75· εἰς τοσαύτην τ. καθιστάναι Ἰσοκρ. 65Β. 3) [[κατάπτωσις]] τῆς διαθέσεως, [[ἀθυμία]], σιωπήν τε καὶ τ. Ξεν. Ἑλλ. 3. 5, 21. 4) ἐπὶ ἠθικῆς ἐννοίας, χαμέρπεια, [[ἀθλιότης]], Πλάτ. Πολιτ. 309Α· ἡνωμένον [[μετὰ]] τοῦ [[μικροψυχία]], Ἀριστ. Ρητορ. 2, 6, 10· [[μετὰ]] τοῦ [[ἀδοξία]], Δημ. 151. 9. | |lstext='''τᾰπεινότης''': -ητος, ἡ, χαμηλότης, ταπεινότητος [[εἵνεκα]] Ἡρόδ. 4. 22· τ. τῆς χώρας Διόδ. 1. 31. 2) ἐπὶ καταστάσεως, ταπεινὴ [[κατάστασις]], [[εὐτέλεια]], Θουκ. 7. 75· εἰς τοσαύτην τ. καθιστάναι Ἰσοκρ. 65Β. 3) [[κατάπτωσις]] τῆς διαθέσεως, [[ἀθυμία]], σιωπήν τε καὶ τ. Ξεν. Ἑλλ. 3. 5, 21. 4) ἐπὶ ἠθικῆς ἐννοίας, χαμέρπεια, [[ἀθλιότης]], Πλάτ. Πολιτ. 309Α· ἡνωμένον [[μετὰ]] τοῦ [[μικροψυχία]], Ἀριστ. Ρητορ. 2, 6, 10· [[μετὰ]] τοῦ [[ἀδοξία]], Δημ. 151. 9. | ||
}} | |||
{{bailly | |||
|btext=ητος (ἡ) :<br /><b>1</b> manque d’élévation, <i>particul.</i> petite taille;<br /><b>2</b> <i>p. anal.</i> basse condition, humilité;<br /><b>3</b> <i>en mauv. part</i> bassesse de caractère, de sentiments.<br />'''Étymologie:''' [[ταπεινός]]. | |||
}} | }} |
Revision as of 20:11, 9 August 2017
English (LSJ)
ητος, ἡ,
A lowness of position, etc., ταπεινότητος εἵνεκα Hdt.4.22; τ. τῆς χώρας D.S.1.31; τῆς μήτρας Placit.5.14.2. 2 of condition, low estate, abasement, Th.7.75; εἰς τοσαύτην τ. καταστῆσαι Isoc.4.118, cf. D.10.74, Men.531.12, LXX Si.13.20, Phld.D.1.11. 3 lowness of spirits, dejection, σιωπήν τε καὶ τ. X.HG3.5.21. 4 in moral sense, baseness, vileness, Pl.Plt.309a; joined with μικροψυχία, Arist.Rh.1384a4. 5 of style, meanness, Quint. Inst.8.3.48.
Greek (Liddell-Scott)
τᾰπεινότης: -ητος, ἡ, χαμηλότης, ταπεινότητος εἵνεκα Ἡρόδ. 4. 22· τ. τῆς χώρας Διόδ. 1. 31. 2) ἐπὶ καταστάσεως, ταπεινὴ κατάστασις, εὐτέλεια, Θουκ. 7. 75· εἰς τοσαύτην τ. καθιστάναι Ἰσοκρ. 65Β. 3) κατάπτωσις τῆς διαθέσεως, ἀθυμία, σιωπήν τε καὶ τ. Ξεν. Ἑλλ. 3. 5, 21. 4) ἐπὶ ἠθικῆς ἐννοίας, χαμέρπεια, ἀθλιότης, Πλάτ. Πολιτ. 309Α· ἡνωμένον μετὰ τοῦ μικροψυχία, Ἀριστ. Ρητορ. 2, 6, 10· μετὰ τοῦ ἀδοξία, Δημ. 151. 9.
French (Bailly abrégé)
ητος (ἡ) :
1 manque d’élévation, particul. petite taille;
2 p. anal. basse condition, humilité;
3 en mauv. part bassesse de caractère, de sentiments.
Étymologie: ταπεινός.